Σελίδες

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

«Ωραία η νέα πόλις...»

Του Δημήτρη Ρηγόπουλου

Η λεωφόρος των Εξοχών στο ύψος του χειμάρρου του στρατοπέδου. Δεξιά, διακρίνεται η οικία Κωνσταντίνου Αθανασίου (1905) και, αριστερά, μία από τις ιδιοκτησίες του Ανρύ Σαλώμ. Μέσα σε λίγα χρόνια εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο εντυπωσιακούς δρόμους της Θεσσαλονίκης.

«Προς το A μέρος της πόλης, προς την διεύθυνσιν του Kαραμπουρνού, πέραν του Λευκού Πύργου, εκτείνεται ωραία η νέα πόλις, περισσότερον ευρωπαϊκή, με οικοδομάς μεγαλοπρεπείς, μ’ ευρείας λεωφόρους και με μεγάλους κήπους».

Αυτήν την εικόνα μεταφέρει για την Ανατολική Θεσσαλονίκη το 1914 ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος Αδαμάντιος Αδαμαντίου (1875-1937), καταγράφοντας μια από τις πρώτες εντυπώσεις της συνοικίας Χαμηδιέ που ο ελληνικός πληθυσμός αποκαλούσε Εξοχές και αναπτυσσόταν ανατολικά του Λευκού Πύργου.

Είναι η «νέα πόλις» της πολυεθνικής μητρόπολης των Βαλκανίων, έχει την ίδια έκταση με τον παραδοσιακό πυρήνα και είναι η μόνη περιοχή που αναπτύσσεται βάσει σχεδίου. Ολα αυτά, και ακόμα περισσότερα, που προέκυψαν στην πορεία μιας πολυδαίδαλης και απαιτητικής έρευνας, δικαιολογούν το ζωηρό ενδιαφέρον του γνωστού ερευνητή της αρχιτεκτονικής και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Βασίλη Κολώνα, ο οποίος παραδίδει στην ελληνική βιβλιογραφία το πρώτο οργανωμένο εκδοτικό ντοκουμέντο για μια λιγότερο προβεβλημένη πτυχή της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης.
Στιγμές χαλάρωσης για τους αξιωματικούς με φόντο την εντυπωσιακή οικία του Ραχμή μπέη. Το κτίριο κατεδαφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Το βιβλίο του, ένας πυκνός σε ιστορικά στοιχεία και φωτογραφικά τεκμήρια τόμος (πολύτιμη η συνεισφορά πολλών ιδιωτικών αρχείων) με τον τίτλο «Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών, Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885-1912)», κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τον εκδοτικό οίκο University Studio Press και προσφέρει μια νέα, σύνθετη ματιά στην πόλη.

Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά στις Εξοχές ως διακριτή συνοικία γίνεται το 1885 στο συνοπτικό φορολογικό βιβλίο Hulasa. Σε έγγραφο των Οθωμανικών Πρωθυπουργικών Αρχείων (1894) διαβάζουμε ότι στην περιοχή ήταν εγκατεστημένοι 154 μουσουλμάνοι, 414 Ελληνες, 5 Εβραίοι και 25 Βούλγαροι. Δεκαεννέ χρόνια μετά, στην απογραφή της Γενικής Διοίκησης Mακεδονίας του 1913, εντοπίζονται 12.593 Eλληνες (49%), 5.838 Eβραίοι (23%), 4.462 μουσουλμάνοι (17,6%), 1.103 Bούλγαροι (4,3%) και 1.445 ξένοι υπήκοοι (5,7%).
Κάτοικοι της συνοικίας των Εξοχών σε μια από τις ιδιωτικές αποβάθρες των παραθαλάσσιων επαύλεων.

Καθοριστικά γεγονότα για την ανάπτυξη της νέας συνοικίας υπήρξαν η πυρκαγιά του 1890 και η συγκοινωνιακή σύνδεση με ιππήλατο τραμ δύο χρόνια αργότερα. Η κατεδάφιση των νοτιοανατολικών τειχών το 1889 και η χάραξη της λεωφόρου Χαμηδιέ (σημερινή Βασιλίσσης Ολγας) εξασφαλίζουν την άρση των φυσικών εμποδίων για την επέκταση της πόλης και σηματοδοτούν την πρώτη εκτός των τειχών πολεοδομική επέμβαση.

Μετά την πυρκαγιά του 1890, ελληνικής καταγωγής, κυρίως, κάτοικοι της παλιάς πόλης μετακινούνται προς τις Εξοχές. Ετσι ο αρχικά παραθεριστικός οικισμός αποκτά σταδιακά αστικό χαρακτήρα.
Η κρήνη Χαμηδιέ, το γνωστό Συντριβάνι στους σημερινούς κατοίκους της Θεσσαλονίκης, στο τέλος της λεωφόρου Χαμηδιέ.

Από τα κτίρια που έχουν ταυτιστεί και τα οποία παρουσιάζονται με λεπτομέρεια στην τρίτη και βασική ενότητα του βιβλίου, βγαίνει το συμπέρασμα ότι πολλοί από τους κατοίκους της νέας συνοικίας ανήκουν σε υψηλά κοινωνικά στρώματα, διαθέτουν ιδιαίτερη οικονομική άνεση και κατέχουν σημαντικά αξιώματα. Ανάμεσά τους Οθωμανοί αξιωματούχοι, πρόξενοι, διευθυντές τραπεζών, ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι κ.λπ. Η κεντρική λεωφόρος γίνεται γρήγορα ονομαστή για τα «μεγαλοπρεπέστατα» μέγαρά της, ορισμένα από τα οποία επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Μία από τις πιο αναπάντεχες ανακαλύψεις του συγγραφέα είναι ότι από τα δημόσια κτίρια που καταγράφονται στην έκδοση διασώζεται περίπου το 30%, ενώ για τα ιδιωτικά, το αντίστοιχο ποσοστό κινείται πάλι σε υψηλά επίπεδα, κοντά στο 25%.

Συναρπαστικό απομεινάρι άλλων, ενδοξότερων εποχών: η οικία Σεϊφουλάχ πασά που στεγάζει σήμερα τη Δημοτική Πινακοθήκη.

Σχετική έκπληξη προκαλεί, επίσης, και η πληθωρική παρουσία του οθωμανικού στοιχείου στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Μέχρι σήμερα δύο παράλληλες αφηγήσεις, μία εβραϊκή και μία ελληνική-χριστιανική, μονοπωλούσαν τη νεότερη Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα επιχειρεί ως προς αυτό μια τομή που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.



Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Ο Θωμάς Κοροβίνης στην Λέσχη Ανάγνωσης της Αγιορειτικής Εστίας!


Την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014 τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης της Αγιορειτικής Εστίας είχαν την δυνατότητα να απολαύσουν τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα, τραγουδοποιό και ερευνητή, Θωμά Κοροβίνη, ο οποίος παρευρέθηκε στη μεγάλη μας παρέα και μας εξέπληξε με τις βιωματικές ιστορίες που αφηγήθηκε και αφορούσαν την Κωνσταντινούπολη.


Η συνάντηση ξεκίνησε με την ξενάγηση των μελών στην έκθεση του Βρετανού ζωγράφου Tim Vyner: Μια εμπειρία ζωής στο Άγιον Όρος, όπου είχαμε τη δυνατότητα να περιηγηθούμε στα ιδιαίτερα έργα του ζωγράφου, ο οποίος πραγματοποίησε τρία πολυήμερα ταξίδια στο Άγιον Όρος και αποτύπωσε τόσο στις ακουαρέλες του όσο και στα ψηφιακά έργα μέσω iPad, τον καθημερινό βίο της Αθωνικής Πολιτείας, τα Καθολικά των Μονών κ.λπ.
Ακολούθως ξεκίνησε η συζήτηση με τον Θωμά Κοροβίνη. Στην αρχή ασχοληθήκαμε με την Μαρίκα, την ηρωίδα του βιβλίο του «’55», μια μποέμισσα Ρωμιά με πολυδιάστατο χαρακτήρα, γεμάτη ενέργεια και αγάπη για την ζωή. Από τα χείλη του συγγραφέα ακούσαμε πως γεννήθηκε η ηρωίδα, ποιες ήταν οι Ρωμιές που τον επηρέασαν κατά τη διάρκεια της οκταετούς παραμονής του στην Πόλη ως καθηγητής στο Ζάππειο σχολείο και πως κατάφερε να ενσωματώσει τα αναγνώσματα και τις εμπειρίες του σε ένα τόσο όμορφο βιβλίο. Το ενδιαφέρον των μελών ήταν μεγάλο και οι ερωτήσεις ακολουθούσαν η μία την άλλη.

Δεν αργήσαμε βέβαια να περάσουμε και στα της Πόλης. Ο Θωμάς Κοροβίνης μας αφηγήθηκε πολλές ιστορίες της Πόλης όπως τις έζησε, μας ξενάγησε νοερώς στα στέκια και στα μικρά μαγαζιά που προτιμούσε και στις συναντήσεις που είχε με μεγάλους Τούρκους τραγουδιστές και δημιουργούς.
Τελειώνοντας ασχοληθήκαμε με την έκδοση του νέου του έργου με τίτλο «Θωμάς Κοροβίνης: τ’ αγαπημένα» όπου γίναμε όλοι ακροατές των αφηγήσεων του που σχετίζονταν με τους αγαπημένους του ποιητές, συγγραφείς και δημιουργούς, ενώ σταθήκαμε ιδιαίτερα στην σχέση του με τον μεγάλο συμπολίτη ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο.

Τα χαμόγελα ήταν πολλά και η ζεστή διάθεση των μελών ήταν εμφανής καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς.
Ως είθισται, ακολούθησε ψηφοφορία για την επιλογή του επόμενου βιβλίου προς ανάγνωση, που ενώ αρχικώς είχε σταλεί ενημερωτικό σημείωμα με τρία διαφορετικά προτεινόμενα βιβλία, τελικά επιλέχθηκε η πρόταση που μας έκανε ο κ. Κοροβίνης, να διαβάσουμε δηλαδή το έργο του Μίκα Βαλτάρι «Ιωάννης Άγγελος».
Ως εκ τούτου λοιπόν, το επόμενο βιβλίο προς ανάγνωση, είναι το έργο του Μίκα Βαλτάρι με τίτλο «Ιωάννης Άγγελος» από τις εκδόσεις Καλέντη. 

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Γιατί 'μετράει' και σήμερα ο Παπαδιαμάντης;

Η μελετήτριά του Γεωργία Φαρίνου εξηγεί, λίγο πριν την πρεμιέρα της όπερας «Φόνισσα» από την Εθνική Λυρική Σκηνή

Από τον Χρήστο Παρίδη

Επέμβαση στην εικονογράφηση του
Φώτη Κόντογλου.
Εικονογράφηση: Ατελιέ / LifO 
Λίγο πριν την πρεμιέρα της όπερας «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη από την Εθνική Λυρική Σκηνή μιλήσαμε με την καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γεωργία Φαρίνου – Μαλαματάρη για το βιβλίο της «Το σχοίνισμα της γραφής - Παπαδιαμαντ(ολογ)ικές μελέτες» για τη σημασία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τις μελέτες της ετών που συγκέντρωσε σ' αυτήν την έκδοση.

Ένα δοκιμιακό βιβλίο το οποίο συγκεντρώνει εργασίες για τον Παπαδιαμάντη δεν αφορούν αποκλειστικά την ακαδημαϊκή κοινότητα ή θεωρείτε ότι αποτελεί μια προσπάθεια εκλαϊκευμένης δοκιμιογραφίας για ένα ευρύτερο κοινό;

Οι εργασίες πρωτοπαρουσιάστηκαν σε διάφορες εκδηλώσεις, μερικές ακαδημαϊκές, άλλες σε ευρύτερα ακροατήρια όπως του Ιδρύματος Ωνάση και στη Στοά Βιβλίου. Στη γραπτή, επεξεργασμένη τους μορφή απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό. Χωρίς να είναι εκλαϊκευτικές, πάντως, νομίζω πως μπορούν άνετα να διαβαστούν από έναν στοιχειωδώς πεπαιδευμένο άνθρωπο.

Θα λέγατε ότι ο Παπαδιαμάντης έχει κατακτήσει την απόλυτη αναγνώριση στην ελληνική γραμματεία ή υπάρχουν αχαρτογράφητες και αφώτιστες πλευρές που ένα βιβλίο σαν το δικό σας βοηθάει στην πλήρη αποδοχή της σημασίας του;

Η ερώτηση σας έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι αν ο Παπαδιαμάντης είναι αναγνωρισμένος συγγραφέας του Νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα. Και η απάντηση είναι αναμφίβολα ναι. Νομίζω μάλιστα ότι ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου που είναι αφιερωμένο στην πρόσληψη του Παπαδιαμάντη από την εποχή του έως τις μέρες μας δείχνει αυτό το παράδοξο. Ότι ο άνθρωπος που δεν είχε κατορθώσει να εκδώσει ένα βιβλίο όσο ζούσε, ήταν από την αρχή αντικείμενο κριτικού ενδιαφέροντος και τιμών. Και ότι δεν σταμάτησε ποτέ να διαβάζεται. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος θα έλεγα ότι μερικώς αχαρτογράφητη περιοχή είναι ακόμη το μεταφραστικό του έργο στις εφημερίδες καθώς και το ζήτημα της γενικότερης παρουσίας του στον τύπο. Ο μεταφραστής Παπαδιαμάντης και γενικότερα ο Παπαδιαμάντης των εφημερίδων, με όλες τις ιδιότητες, είναι ένα ενδιαφέρον ζητούμενο, στο πλαίσιο μάλιστα του έντονου ερευνητικού ενδιαφέροντος για τις σχέσεις λογοτεχνίας και τύπου που παρατηρείται στις μέρες μας διεθνώς.  

Οπότε η εκδοτική σας πρόταση μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για περισσότερη εμβάθυνση στο έργο του Παπαδιαμάντη και της εποχής του;

Για εμβάθυνση δεν ξέρω! Απλώς το Σχοίνισμα της γραφής δείχνει τη δική μου εξελισσόμενη σχέση με τον Παπαδιαμάντη μετά την αφηγηματολογία. Θίγονται ζητήματα πρόσληψης, ειδών, μεταφραστικά, πολισμικά, δια-καλλιτεχνικά. Ίσως κάποια από αυτές τις προσεγγίσεις αποτελέσει ερέθισμα για τον αναγνώστη να δει τον Παπαδιαμάντη από μια άλλη γωνία. Η ερμηνεία άλλωστε είναι μια διαρκής διαδικασία.

Γεωργία Φαρίνου – Μαλαματάρη 

Πόσο γνωστό είναι το έργο του στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία;

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με τη γενικότερη παρατήρηση ότι εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων που αναφέρονται κυρίως στην ποίηση, η νεοελληνική λογοτεχνία δεν είναι γνωστή στο εξωτερικό. Και δεν εννοώ μόνον τις λιγοστές μεταφράσεις της. Εννοώ ότι είναι άγνωστη η λογοτεχνική δραστηριότητα, ιδίως παλαιοτέρων εποχών. Για να περιοριστώ σε ένα ενδεικτικό παράδειγμα, στη βιβλιογραφία για τις μεταφράσεις του Τσβάιχ στον κόσμο η Ελλάδα εκπροσωπείται με τρεις τίτλους -και αυτούς με λάθη-, ενώ έχουμε περί τις 45 μεταφράσεις. Ίσως το διαδίκτυο βελτιώσει αυτή την κατάσταση. Ο Παπαδιαμάντης έχει μεταφραστεί, μπορεί να δει κανείς τον κατάλογο μεταφράσεων στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά που έχει καταρτίσει ο Φ. Α. Δημητρακόπουλος. Στο Γ' Διεθνές Συνέδριο Παπαδιαμάντη το 2011 ακούστηκαν αρκετά και για τις δυσκολίες στη μετάφρασή του σε ξένες γλώσσες και για την προβληματική ποιότητα ορισμένων μεταφράσεων. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η προσπάθεια της Denise Harvey που εγκατεστημένη στη Λίμνη Ευβοίας έχει μέχρι στιγμής εκδώσει τη μετάφραση της «Φόνισσας» και τον πρώτο τόμο μιας δίτομης Επιλογής διηγημάτων με τον τίτλο «The Bounded Garden». Φέτος το καλοκαίρι εξάλλου κυκλοφόρησε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και το «Ολόγυρα στη Λίμνη/Around the Lagoon» σε μια προσεγμένη δίγλωσση έκδοση με εισαγωγή και μετάφραση Πήτερ Μάκριτζ.

Ποια θεωρείτε ότι αποτελούν τα στοιχεία εκείνα του Παπαδιαμάντη που μπορούν να προσελκύσουν τον σύγχρονο αναγνώστη και μάλιστα νεαρής ηλικίας σήμερα; Ο γλωσσικός πλούτος του έργου του, η ειρωνεία που χαρακτηρίζει το ύφος του ή τα ψυχογραφήματα των ηρώων και ηρωίδων του;


Αν θεωρήσουμε ότι ο Παπαδιαμάντης είναι μεγάλος συγγραφέας – κι εγώ θεωρώ ότι έχει γράψει αρκετά αριστοτεχνικά διηγήματα- τότε η εμβέλειά του δεν περιορίζεται σε μια εποχή. Ούτε είναι πρωτοβάθμιος ώστε να εντάσσεται σε ετικέτες του τύπου «Θρησκευτική και Οικογενειακή ζωή», όπως είχε γίνει παλαιότερα με τα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» ή σε καινούριου τύπου ετικέτες, όπως φοβάμαι ότι συμβαίνει σήμερα. Η Σκιάθος και η μικροαστική Αθήνα του Παπαδιαμάντη στις οποίες διαδραματίζονται τα διηγήματά του δεν περιορίζονται στην ειδυλλιακή ή νατουραλιστική φωτογράφηση του 19ου, αλλά είναι χώροι όπου θίγονται ζητήματα που μας αφορούν όλους. Ας αναφέρω μερικά όπως το περίπου ανέφικτο της επιλογής της χριστιανικής τελειότητας, να προτιμά κανείς άλλον από τον εαυτόν του, απέναντι στο ατομικό συμφέρονστους «Ελαφροϊσκιωτους», το πάθος από το οποίο δεν θέλει κανείς να απαλλαγεί, ακόμη και όταν γνωρίζει ότι καταστρέφεται στους«Έμπορους των Εθνών» και τη «Φαρμακολύτρια», η εξαχρείωση της μικρής κοινωνίας του χωριού και της πόλης από τον κομματισμό στους «Χαλασοχώρηδες» και το «Χωρίς στεφάνι», η εμπορευματοποίηση της θρησκείας και μάλιστα για την ικανοποίηση στοιχειωδών ανθρώπινων επιθυμιώνστο «Τ' αστεράκι» και στο «Οι παραπονεμένες». Επίσης να προσθέσουμε την παλίμψηστη δομή της Αθήνας γύρω από το Μοναστηράκι σε μια εποχή που επιζητείτο η απευθείας σύνδεση με τον αρχαίο πολιτισμό χωρίς ενδιάμεσα στον «Ξεπεσμένο Δερβίση» και στο «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις» και το βλέμμα προς τη γυναίκα, τον νόθο, τον ξένο που απογυμνώνει και αντικειμενικοποιεί στο «Χωρίς Στεφάνι», τη «Φωνή του δράκου» και την «Έρμη στα ξένα». Και όλα αυτά σε έναν εξαίσιο και αναγνωρίσιμο προσωπικό ρυθμό, «εν ανθηρώ Έλληνι λόγω», όπου συνυπάρχουν αρμονικά όλες οι φάσεις της ελληνικής μαζί με τα σπασμένα ελληνικά και τις φωνές από άλλες γλώσσες.

Σε λίγες ημέρες ανεβαίνει από την Εθνική Λυρική Σκηνή η πρώτη όπερα βασισμένη σε έργο του Παπαδιαμάντη, τη «Φόνισσα» σε μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη. Πώς θα σχολιάζατε αυτήν την επιλογή;


Νομίζω ότι η επιλογή επαληθεύει τα όσα υποστήριξα. Γιατί, όταν η ΕΛΣ αποφασίζει να ανεβάσει μετά από πολύ καιρό μια ελληνική όπερα επιλέγει τη «Φόνισσα»; Πρώτον, διότι είναι ένα έργο καθιερωμένο, γνωστό στο ευρύτερο κοινό για το θέμα του αλλά αξιοθαύμαστο και για τον τρόπο και την ποιότητα της γραφής του. Και δεύτερον, διότι ενώ αναφέρεται σε προβλήματα της εποχής του όπως η προίκα και η θέση της γυναίκας, δεν εγκλείεται στην εποχή του αλλά αποκαλύπτει την πληρότητά του στον «μεγάλο χρόνο», όπως θα έλεγε ο Μπαχτίν. Επειδή δηλαδή είναι μεγάλο έργο έχει μέσα του νοήματα σε λανθάνουσα έστω μορφή τα οποία αποκαλύπτονται στα συμφραζόμενα κάθε εποχής, εν προκειμένω της δικής μας. Απομόνωσα δυο τρία που είδα να θίγει στις συνεντεύξεις του ο συνθέτης Γιώργος Κουμεντάκης. Είναι δυνατόν να υποκαταστήσει κάποιος τον θεό; Είναι ηθικό να σκοτώνεις για να «σώσεις» τον κόσμο; Είναι δυνατόν να σώσεις τον κόσμο χωρίς αγάπη;

Το βιβλίο της Γεωργίας Φαρίνου Μαλαματάρη «Το σχοίνισμα της γραφής - Παπαδιαμαντ(ολογ)ικές μελέτες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.

  

Πηγή: http://www.lifo.gr/team/book/52929

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΙ (ΜΕΡΟΣ Α'): «ΝΑ ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ!» της Ίρις Ράντις*


μετάφραση και επιμέλεια: Γιώργος Καρτάκης

Στις 7 Νοεμβρίου 2013, ο Αλμπέρ Καμί θα γινόταν 100 ετών. Ας κάνουμε ένα ταξίδι γνωριμίας με τους απογόνους του και τους τόπους όπου έζησε.
Εν ζωή υπήρξε ένας μύθος – ο πιο όμορφος Γάλλος συγγραφέας όλων των εποχών και ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές και συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Τον αποκαλούσαν ηθικολόγο, μια λατρευτική εικόνα ενός αδέκαστου διανοούμενου, που έκανε να διαλυθούν τα μεγάλα όνειρα της ανθρωπότητας για υπέρβαση, ιστορική ουτοπία και έρωτα, σαν σαπουνόφουσκες. Μας κληροδότησε μεγαλειώδεις, μαγικές προτάσεις, που στέκουν όπως ακλόνητοι γιγάντιοι βράχοι, διάσπαρτοι στη γλωσσική έρημο του 20ού αιώνα. Το όνομά του συνδέεται με ένα παράξενο ρίγος, ταυτόχρονα όμως καλύπτεται και από ένα επίστρωμα μαρμαρόσκονης.
Ο Αλμπέρ Καμί στο Παρίσι το 1957
Επ' ευκαιρία αυτής της επετείου είναι καιρός να ξαναθυμηθούμε αυτόν τον καταπληκτικό άντρα, που γεννήθηκε από μια αναλφάβητη στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αλγερία πάνω στο γυμνό, λασπώδες έδαφος ενός αμπελώνα και πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 1960, όταν το πολυτελές αυτοκίνητό του προσέκρουσε με μεγάλη ταχύτητα σε ένα πλατάνι καθ' οδόν προς το Παρίσι. Αυτόν τον σύγχρονο πρεσβευτή των ματαιώσεών μας δεν θα τον βρούμε καν στις προθήκες των βιτρινών ετούτη την επετειακή ημέρα. Για τούτο και ξεκίνησα αυτό το ταξίδι, οδεύοντας από τον μύθο προς τον άνθρωπο Καμί, στους ιδιαίτερους εκείνους τόπους, τους ανθρώπους, τα σπίτια και τα τοπία όπου έζησε.
Πρώτος σταθμός είναι το Παρίσι – η πόλη που στην εποχή του υπήρξε η παγκόσμια πρωτεύουσα της λογοτεχνίας. Ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Μπέκετ, ο Ζιντ, ο Μπρετόν, η Ντιράς – όλοι ζούσαν εδώ. Μέχρι και σήμερα φέρνει κανείς στον νου του το Παρίσι εκείνης της εποχής σαν μια μαυρόασπρη εικόνα, ένα τόπο όπου οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με βαριά, μακριά παλτά και σοβαρά πρόσωπα, όπου οι διανοούμενοι κάθονταν σκυμμένοι γύρω από τα τραπέζια των καφέ σαν παίκτες του ράγκμπι λίγο πριν από το σφύριγμα της εκκίνησης. Το Παρίσι είναι η πόλη που ανέδειξε τον Καμί. Το γαλλικό θέατρο, οι Γάλλοι ηθοποιοί, η δημοσιογραφία, ο υπαρξισμός είναι αδιανόητα χωρίς το Παρίσι.
Ακόμα ζουν εδώ κάποιες από τις αλλοτινές ερωμένες του, γριούλες σήμερα με τρεμάμενες φωνές. Εδώ ζει ο 68χρονος γιος του, Ζαν Καμί, που κατοικεί μόνος στο διαμέρισμα των γονιών του στην οδό Rue Madame, κάθεται στην πολυθρόνα του πατέρα του και καπνίζει, παίζει στο πιάνο της μητέρας του και βγαίνει σπάνια από το σπίτι. Εδώ ζει ο εγγονός του, συγγραφέας Νταβίντ Καμί, που του μοιάζει πάρα πολύ. Εδώ πηγαίνει ακόμα καθημερινά ο παλιός του φίλος Ροζέ Γκρενιέ, ένας καλοστεκούμενος 94χρονος, στο γραφείο του των Εκδόσεων Gallimard.
O Καμί δεν είναι εδώ. Βρίσκεται θαμμένος στο κοιμητήριο του Λουρμαρέν στη Νότια Γαλλία. Επί προεδρίας Σαρκοζί υπήρχε η επιδίωξη να μεταφερθούν τα λείψανά του στο Παρίσι, στο Πάνθεον, πλάι στον Βολταίρο, τον Ρουσό και τον Μαλρό – μακριά από τους απλούς ανθρώπους με τα πλαστικά τριαντάφυλλα και τα πορσελάνινα μη με λησμόνει των δημόσιων τάφων του αγροτικού νεκροταφείου. Ο γιος του ήταν αντίθετος. Ήταν βέβαιος πως το Παρίσι θα ήταν ο λάθος τόπος για τον πατέρα του μετά θάνατον – όπως εξάλλου ήταν και εν ζωή.

Δεν μπορεί να ειπωθεί πως ο Καμί μισούσε το Παρίσι. Ο ίδιος, ωστόσο, γράφει το 1945: «Μετανιώνω για τα πληκτικά και μαύρα χρόνια που έζησα στο Παρίσι». Όλη τη ζωή του υπήρξε ένας «ξένος» στο Παρίσι. Η ευτυχία, για την οποία γίνεται ασταμάτητα λόγος στα μυθιστορήματα, τα δοκίμια και τα θεατρικά του έργα, χάθηκε μετά την άφιξή του, στα 27 του χρόνια, σ' αυτή την πόλη – σ' αυτή την «έρημο μιας χρήσης», όπως την ονόμαζε.
Περιεργάστηκα τις πιο απίθανες ώρες της ημέρας και της νύχτας το μεγάλο οροφοδιαμέρισμα της οδού Rue Madame, που ο Καμί είχε αποκτήσει ως επιτυχημένος επιτέλους συγγραφέας έχοντας πουλήσει την Πανούκλα το καλοκαίρι του 1947 εκατό χιλιάδες φορές μέσα σε λίγες εβδομάδες, όπου κατοικεί σήμερα ο γιος του. Πέντε δωμάτια στον δεύτερο όροφο, δυτικά. Η τελευταία διεύθυνση του άντρα, που στα 24 του είχε γράψει πως θα ήθελε να βρεθεί «στα βάθη του διαστήματος».
Πώς έκανε το λάθος, ειδικά ο Καμί, να αγοράσει αυτό το σκοτεινό διαμέρισμα, που πραγματικά δεν το βλέπει ποτέ ήλιος; Τι χρήση είχε; Υπήρξε κάτι σαν αποθηκευτικός χώρος για τη σύζυγο και τα παιδιά του; Για τη Φρανσίν, με την οποία διατηρούσε από το 1940 έναν αποτυχημένο γάμο, και τους Ζαν και Κατρίν, τα δίδυμα, που ήρθαν στον κόσμο το 1945, μολονότι ο ίδιος είχε υποσχεθεί στην ερωμένη του, την ηθοποιό Μαρία Σασαρέ, ότι εφεξής θα αγαπούσε την Αλγερινή σύζυγό του «σαν να ήταν αδελφή του»; Εδώ, σ' αυτόν τον σκοτεινό δεύτερο όροφο στο τέλος αυτού του γάμου, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε πηδήσει ήδη μια φορά από το παράθυρο της ψυχιατρικής κλινικής όπου είχε εγκλειστεί, η Φρανσίν σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, για να πληροφορηθεί ότι ο άντρας της είχε συντριβεί πέφτοντας πάνω σε ένα δέντρο.
Το κατεστραμμένο Facel Vega, στο οποίο ο Καμί βρήκε τραγικό θάνατο το 1960
Ο Καμί και οι γυναίκες: ένα δύσκολο κεφάλαιο στη ζωή του και, σίγουρα, όχι το καλύτερο. «Εκτός του έρωτα η γυναίκα είναι βαρετή» – δυστυχώς η φοβερή αυτή φράση υπάρχει στα ημερολόγιά του. Κι όμως, η ζωή του υπήρξε γεμάτη γυναίκες – συνήθως ηθοποιούς, καλλιτέχνιδες, δημοσιογράφους, τις οποίες ως επί το πλείστον είχε ερωτευτεί. Στα έργα του παρουσιάζονται ως κομπάρσοι, ως ευφραντικά σκηνικά αντικείμενα, όπως λόγου χάριν η στενογράφος στον Ξένο, με την οποία πηγαίνει στο κρεβάτι μετά τον κινηματογράφο και την κηδεία της μητέρας του. Αρέσκεται στην περιγραφή των πιο ακραίων σημείων του αντρικού κορμιού, των αυτιών, των κλειδώσεων στα πόδια, των ρωμαλέων ώμων, των φρυδιών, των χειλιών, του λαιμού. Το σώμα αποτελεί στο σύμπαν του το πιο σκληρό νόμισμα, είναι το ευαγγέλιό του. Ωστόσο, στην περιγραφή του γυναικείου κορμιού είναι ένας αναλφάβητος. Το γυναικείο σώμα είναι «ένα δύσμορφο ζώο». Αυτό που του προξενεί εντύπωση στις νεαρές γυναίκες είναι τα «απαθή πρόσωπα» και η «φυσική αφέλεια».
Αν και δεν θα ήταν σωστό να ηθικολογεί κάποιος σε σχέση με αυτόν τον σπουδαίο ηθικολόγο, είναι αλήθεια πως υπήρξε ένας «χρήστης» γυναικών, κάποιος που κατέστρεφε τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και ό,τι υπήρχε ολόγυρά του. Παντρεύτηκε πρώτη φορά στα 21 του χρόνια, όταν ήταν ακόμη ένας φυματικός δανδής στο Αλγέρι που δεν έδινε σε οποιονδήποτε το χέρι. Η πεθερά του, μια πλούσια γιατρός, πλήρωνε τα κοστούμια του, το δε νεαρό ζευγάρι ζούσε στους λόφους με θέα τη Μεσόγειο, στο Μπέβερλι Χιλς της πόλης. Την ίδια εποχή προσχώρησε για λίγους μήνες στο Κομμουνιστικό Κόμμα, μιμήθηκε οικτρά στα ερωτικά του γράμματα την ακανθώδη γλώσσα της κοινωνικής τάξης στην οποία είχε ενταχθεί με τον γάμο του και έγραφε στομφώδη άρθρα στη φοιτητική εφημερίδα του μέντορά του, του Ζαν Γκρενιέ. Στα 23 του, έχοντας ήδη χωρίσει, διέμενε σε ένα κοινόβιο με νέες γυναίκες, γόνους εύπορων οικογενειών αποίκων, σε μια βίλα στην άνω πόλη του Αλγερίου. Εκεί συνέγραψε και τα πρώτα διηγήματά του, τα οποία περιγράφουν τη ζωή του στο άλλο, το φτωχό Αλγέρι, τη νεότητά του χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς ρεύμα, χωρίς βιβλία, χωρίς ραδιόφωνο, χωρίς λόγια – σε μια χιλιόχρονη σιωπή, την οποία καμιά φορά διέκοπταν οι ήχοι από τα χτυπήματα που του έδινε η γιαγιά του με το καμτσίκι. Δεν υπήρξε εποχή στη ζωή του –εκτός από τους πρώτους μήνες στο Παρίσι– που να μην έχει ταυτόχρονα πολλές ερωμένες. Πραγματικά, ωστόσο, αγάπησε μόνο τη μητέρα του, μια γυναίκα με αυτιστικές τάσεις, που δεν εξωτερίκευε συναισθήματα. Μέσα σε αυτή τη μητρική σιωπή εμπνεύστηκε το έργο του, ενώ αυτή η ίδια σιωπή υπήρξε ο γνώμονας, το μέτρο με το οποίο έκρινε τον κόσμο.
Μια μέρα χτυπάω επιτέλους το κουδούνι του διαμερίσματος της οδού Rue Madame, που φέρει το όνομα Καμί εδώ και πάνω από εξήντα χρόνια. Ο Ζαν Καμί δεν μπορούσε να αποφασίσει αν όντως ήθελε να με συναντήσει ή όχι. Πολλές φορές είχε συμφωνήσει για μια συνάντηση στο τηλέφωνο και ύστερα από λίγο την είχε πάλι ματαιώσει, γιατί «Δεν αισθανόταν καλά», «Σίγουρα θα πέθαινε μέχρι την επόμενη εβδομάδα», «Έπρεπε απροόπτως να πάει στον γιατρό», «Ήταν κουρασμένος». Όταν όμως στάθηκα απέναντί του στον σκοτεινό διάδρομο του σπιτιού, άστραψε από χαρά: «Έτσι ακριβώς σας φανταζόμουν», είπε. Η συνάντηση, που ως τότε φαινόταν αδιανόητη, έμοιαζε να του κάνει καλό.
Τα δίδυμα αδέλφια έχουν μοιράσει μεταξύ τους και τον εσωτερικό διχασμό του πατέρα τους. Ο Αλμπέρ Καμί, ο οποίος έστεκε αναποφάσιστος ανάμεσα στο δίλημμα της ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας θλίψης της ζωής του διανοούμενου στο Παρίσι και της στωικής ευτυχίας που υποσχόταν η απλοϊκή ζωή στις ακτές της Μεσογείου, κληροδότησε στα παιδιά του αυτό το παρισινό διαμέρισμα και ένα εξοχικό σπίτι στην Προβηγκία. Ο γιος κληρονόμησε το διαμέρισμα και τη στοχαστική μελαγχολία του πατέρα του, η κόρη κατοικεί στο μεγάλο σπίτι στο Λουρμαρέν, ζώντας έτσι καθένας μόνος του ως το τέλος κι από ένα τμήμα της ασυμφιλίωτης ζωής του πατέρα τους. Μεταξύ τους δεν έχουν μιλήσει πια εδώ και χρόνια.

Ο χρόνος μοιάζει σαν να έχει σταθεί εδώ και μισόν αιώνα στο διαμέρισμα. Μοιάζει λες και ο ίδιος ο Καμί να έχει μόλις βγει από τον χώρο και έκτοτε να μην έχει προστεθεί τίποτε άλλο αξιόλογο, εκτός από πακέτα τσιγάρων. Επάνω στο παλιό πιάνο της Φρανσίν υπάρχει μια φωτογραφία του Ρομπέρ Γκαλιμάρ, ανεψιού του ιδρυτή του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, ο οποίος πέθανε τον Ιούνιο του 2013 και υπήρξε επί πολλά χρόνια ο σύντροφος της Κατρίν, κόρης του συγγραφέα. Στη βιβλιοθήκη είναι ακόμα τα βιβλία του Καμί. Μόνο τα γράμματα και τα χειρόγραφά του, που μέχρι πριν από λίγο καιρό βρίσκονταν διασκορπισμένα εδώ κι εκεί στο διαμέρισμα, φυλάσσονται πια στη βιβλιοθήκη του Εξ-αν-Προβάνς.
Ο Ζαν, καθισμένος απέναντί μου σε μια φθαρμένη ανοιχτόχρωμη πολυθρόνα, μιλά τόσο σιγά, λες κι έχει χάσει κάθε ανάμνηση σε σχέση με τη συνήθη ένταση της φωνής, όταν κανείς βρίσκεται με συντροφιά άλλων ανθρώπων. Στο μπαλκόνι αυτής της κατοικίας έχουν τραβηχτεί οι διάσημες φωτογραφίες των γονιών του. Ο Καμί καπνίζοντας πίπα και η Φρανσίν με κλειστό ως επάνω, λευκό πουκάμισο. Ήταν το έτος 1952.
Ο Ζαν μού λέει ότι την προηγούμενη μέρα ασχολήθηκε δεκαέξι ώρες με τη συγγραφή του ημερολογίου του. Ωστόσο, κατάφερε να γράψει μόνο μισή σελίδα. Αμέσως μετά μιλά, χωρίς να πάρει σχεδόν ανάσα, για τους Καντ, Γιουνγκ και Πασκάλ, τον Τρότσκι και τον Φρόιντ, τον Σοπέν και τον Σούμπερτ. Θυμάται από μνήμης ολόκληρα αποσπάσματα απ' τα έργα του πατέρα του. Απαγγέλλει τα οργισμένα λόγια που ο Μερσό, ο ξένος, απευθύνει στον ιερέα της φυλακής, όταν ήδη καταδικασμένος σε θάνατο περιμένει να εκτελεστεί η ποινή. Πρόκειται για μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές του βιβλίου. Ο δολοφόνος Μερσό, έχοντας αγανακτήσει από τις αβάσιμες και παιδαριώδεις υποσχέσεις, με τις οποίες ο χριστιανισμός θολώνει τις καρδιές, εκφράζεται υπέρ της «τρυφερής αδιαφορίας του κόσμου» – λες και το παράλογο είναι ένας Θεός που από καιρό σε καιρό αποκαλύπτεται μέσα στη μεγαλειώδη ματαιότητά του.
Αυτή η αδιαφορία βρήκε τον στόχο της μετά την κυκλοφορία του Ξένου το 1942, στην παράδοξη μοντέρνα αίσθηση της απελπισίας, από την οποία κανείς δεν θέλει πια να λυτρωθεί, αφού αποτελεί επίσης την ίδια την ελπίδα. Μέσα σ' αυτή τη στάση δεν κρυβόταν μόνο μια τολμηρή σκέψη, που συνδυαζόταν τέλεια με τα μαύρα ζιβάγκο, αλλά και ένας αμυντικός μηχανισμός ενάντια σε καθετί που τρομάζει και προξενεί πόνο στον άνθρωπο από εκείνη την εποχή και μετά, που πρέπει να θεωρήσει δεδομένο ότι όλο και κάποιος ίσως να τον περιμένει μερικές φορές στο Café de Flore, αλλά κανείς δεν θα τον προσμένει στο αχανές διάστημα. Όποιος είναι αδιάφορος δεν έχει να φοβάται τίποτα. Ούτε τον φασισμό μπροστά στην πόρτα του, αλλά ούτε και την παράλογη αίσθηση για την ύπαρξη της ζωής. Το μυθιστόρημα όφειλε αρχικά να φέρει τον τίτλο Ο αδιάφορος. Σ' αυτό συνέτεινε επίσης το ότι ο ήρωας απλά αρνείται να συμμετέχει στις συνήθεις γνωμοδοτήσεις της κοινωνίας και δεν κλαίει στην κηδεία της μητέρας του. Αν έχει κάτι να πει, τότε αυτό που λέει, είναι συνήθως: «Αυτό δεν σημαίνει τίποτα». Ο αδιάφορος προτιμά να κοιτά κατάματα τη ματαιότητα, από το να συμφωνήσει με την ιδεολογική και συναισθηματική φλυαρία μιας εποχής. Ωστόσο, η κοσμοθεωρία του απέναντι στις επικρατούσες προκαταλήψεις δεν είναι κενή και μάταιη, αλλά γενναία και ζωντανή. Εκφράζεται στη σιωπή και στο πλάτος, στην πολυσημία του κόσμου και της εσωτερικότητας, και λυτρώνει τους οπαδούς της από τον τρόμο της μονομέρειας. Ο γιος του δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει πώς ο 26χρονος πατέρας του έγραψε ένα τέτοιο μεγαλειώδες και πρωτοποριακό έργο, το οποίο απετέλεσε λύτρωση για εκατομμύρια αναγνώστες σε ολόκληρο τον κόσμο από τα ψευδή συναισθηματικά σκουπίδια της εποχής τους.
Σε αντίθεση με τον 43χρονο γιο του Νταβίντ, ο οποίος με υποδέχεται στο σπίτι του στα περίχωρα του Παρισιού και μέσα από έναν χείμαρρο λέξεων με πληροφορεί με ποιον τραγικό τρόπο επιβαρύνει ο ίσκιος του παππού του τη δική του ζωή, ο Ζαν Καμί δεν φαίνεται να φέρει βαρέως αυτό το όνομα. Ο Νταβίντ έχει γράψει δέκα μυθιστορήματα, που όλα τους, όπως λέει, απέτυχαν και έμειναν αδημοσίευτα στο συρτάρι εξαιτίας του βάρους που έχει το όνομα Καμί για έναν νέο συγγραφέα. Παρ' όλα αυτά, υποστηρίζει πως δεν μπορεί να σταματήσει να γράφει ή να αλλάξει το όνομά του. «Είμαστε σε θέση ν' αντιληφθούμε τη νοημοσύνη ενός ανθρώπου από το μέγεθος της ανασφάλειας που μπορεί να αντέξει», λέει ο Νταβίντ με το ίδιο πάθος που ο πατέρας του αποκρούει την υποψία μου ότι ενδέχεται, βεβαρημένος από την τεράστια κληρονομιά του Αλμπέρ Καμί, να έχει οδηγηθεί να ζει απομονωμένος στο διαμέρισμα των γονιών του με κλειστά παντζούρια, αποκομμένος από οτιδήποτε συμβαίνει στον έξω κόσμο. «Κάτι τέτοιο είναι τελείως άτοπο», επιμένει, «αφού στην ουσία ο ίδιος αποτελείται μόνο από αναμνήσεις για τον πατέρα του. Ο πατέρας του δεν έχει χαθεί, αλλά συνεχίζει να είναι παρών, κάποιες φορές μάλιστα ακούει και τη φωνή του».
Μολονότι ο Ζαν έχει προφανώς διακόψει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο και αποτελείται μόνο από ποίηση και νικοτίνη, δεν φαίνεται καταβεβλημένος. Συχνά, όπως λέει, αισθάνεται για μια ολόκληρη ημέρα πλήρης και το βράδυ μετουσιώνει αυτή την αίσθηση παίζοντας στο πιάνο της μητέρας του. Αν θα έπρεπε να πει κάτι συγκεκριμένο για τον πατέρα του, θα έλεγε ότι «ήταν ένας καλός άνθρωπος», που δεν υπήρξε ποτέ μικροπρεπής. Και προσθέτει γρήγορα, σχεδόν φευγαλέα: «Τον αγαπούσα πάρα πολύ!» Δεν θέλει να απαντήσει, όταν τον ρωτώ ποια πιστεύει πως είναι η κληρονομιά που άφησε ο πατέρας του, αλλά, όπως λέει, θυμάται τη νουθεσία που του άφησε για τη ζωή: «Να μη φοβάσαι!» Αποχαιρετώντας με στον διάδρομο του διαμερίσματος, απαγγέλλει επί αρκετά λεπτά ένα από εκείνα τα σκοτεινά ποιήματα του Μαλαρμέ, που κάνουν λόγο για έναν τάφο, για ξερά φύλλα και πόλεις, όπου δεν βραδιάζει.
Λίγες εβδομάδες μετά την επίσκεψή μου, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, τον συναντώ πάλι στον δρόμο κοντά στους Κήπους του Λουξεμβούργου. Προχωρά μόνος χωρίς να παρατηρεί κανέναν, φορά ένα ζεστό σκούρο παλτό και κρατά στα χέρια του μια παλιά φωτογραφική μηχανή: ένα από εκείνα τα μυστηριώδη φαντάσματα του Παρισιού, που έχουν ως αφετηρία τους ένα παρελθόν που δεν έχει ακόμα τελειώσει.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Die Zeit, 7/11/2013.


Πηγή: http://diastixo.gr/arthra/3114-amprkm

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Ο Θωμάς Κοροβίνης γι' αυτούς που αγαπάει

Από τον Χρήστο Παρίδη 

Ο Θεσσαλονικιός φιλόλογος, συγγραφέας, τραγουδοποιός, τραγουδιστής και ό, τι άλλο μπορεί κανείς να του αποδώσει στο χώρο της λογοτεχνίας, της μουσικής και της καταγραφής του λαϊκού μας πολιτισμού αλλά και άλλων γειτονικών μας λαών, επιστρέφει με μια πρωτότυπη έκδοση. Συνέλεξε, αποθησαύρισε, και σχολίασε ποιητές, συγγραφείς και στιχουργούς που τον επηρέασαν στην πολύχρονη σχέση του με τη λογοτεχνία και το τραγούδι. Παρακάτω εξηγεί την οπτική με την οποία τους αξιολόγησε ώστε να καταλήξει στους 88 πιο αγαπημένους του δημιουργούς.

Πώς πήρες την απόφαση γι αυτήν την ανθολόγηση;

Η απόφαση ήταν του εκδότη Παπαγεωργίου στην οποία τσίμπησα γιατί πάντα με ενδιέφερε να ψάχνω τις αναφορές μου. Ήταν μια πρόκληση για μένα, μια καταβύθιση στην προσωπική μου μυθολογία σε σχέση με τη λογοτεχνία, τις επιδράσεις, τις γνωριμίες με πρόσωπα. Είχα πάντα στο νου μου τη διαπίστωση ότι αυτήν τη μυθολογία την ενώνει μια θλιβερή νοερή αλυσίδα από τον Μακρυγιάννη μέχρι τον Γκάτσο. Θλιβερή ως προς το βαθύτερο όραμα της ρωμιοσύνης, γιατί η αυτοδιάθεση του ελληνισμού δεν βρήκε ακόμα σάρκα και οστά, και όσο και αν ακούγεται μεμψίμοιρο και ξεπερασμένο, η ιστορική αδικία του γένους δεν αποκαταστάθηκε ακόμα. Αυτό ανάμεσα στους πνευματικούς μας ταγούς έχει πολλούς εκφραστές. Είχε λοιπόν πάρα πολύ ενδιαφέρον, ένας άνθρωπος που έχει ασχοληθεί με τα γράμματα και έχει έργο, να ομολογήσει, να σκαλίσει - αν και δεν θέλει πολύ ψάχνοντας την αλήθεια.
Κάποιους σε βοήθησε η τύχη να τους γνωρίσεις προσωπικά, άλλους μέσα από το έργο, άλλους μέσα από το έργο και τη ζωή, άλλοι σε άγγιξαν αλλά δεν έτυχε να τους γνωρίσεις.

Πάντως διατρέχοντας το βιβλίο σου και τα σχόλια σου, δίνεις την εντύπωση ότι αυτό που σε καίει δεν είναι η ιστορική διάσταση του καθένα, αλλά η υπαρξιακή τους αγωνία και βέβαια ένας λυρισμός που εσύ τον ταυτίζεις με την κοινωνικής τους κριτική.

Βέβαια! Η κοινωνική διάσταση των πραγμάτων που όμως σε κάποιους δεν είναι τόσο ευδιάκριτη, όπως στον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου στον οποίο φαίνεται περισσότερο το υπαρξιακολυρικό του στοιχείο που τον απασχολεί. Αντιθέτως, τον Σεφέρη και τον Ελύτη τους απασχολεί η μοίρα του γένους, και πάνω σ' αυτό τον άξονα βασίζεται το έργο τους.

Αναφερόμαστε σε τρεις λογοτέχνες οι οποίοι ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά και ταξικά στρώματα σε σχέση το μέσο δημιουργό της εποχής τους.

Ναι, αλλά υπάρχει η συναισθησία. Κάτι που μπορεί να κάνει κάποιον να αποδώσει σε ανώτερο ύφος και ακρίβεια την κοινωνική κατάσταση. Δεν είναι ανάγκη να πενθώ καθημερινά αλλά να μπορώ άνετα να μπω στη θέση του πενθούντος. Να έχω τη συνείδηση, τη συναίσθηση και τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων που λέει και ο Καρυωτάκης. Χωρίς να πενθώ ο ίδιος αλλά προσλαμβάνοντας το κοινό πένθος. Κι ο Σαχτούρης δεν δούλεψε ποτέ αλλά ο πόνος του εκφράζεται. Ο κοινωνικός πόνος δηλαδή, μέσα από ένα υπερρεαλιστικό τρόπο. Ο εμφύλιος με τις παραφυάδες του το καθορίζει όσο τίποτα άλλο, άσχετα το πώς το δίνει ο άνθρωπος. Ο σπαραγμός που οδήγησε σε τραγικές καταστάσεις στην εποχή του, τον πυρώνει συνεχώς και εκ των πραγμάτων δίνει ποιήματα προς αυτήν την κατεύθυνση με έναν άλλο τρόπο διαφορετικό από τους κλασσικούς αριστερούς.

Έτσι ανθολογείς προσωπικότητες συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους, τόσο αισθητικά όσο και κοινωνικά. Αυτό έχει ενδιαφέρον αλλά γεννά το ερώτημα των αντιθετικών και αντιφατικών επιρροών σου.

Σημασία έχει η πρόσληψη του ανθολόγου – συγγραφέα. Δεν είναι ανάγκη να είναι σε μία γραμμή. Είναι όντως αρκετά διαφορετικοί αλλά έτσι είμαι κι εγώ, ένα πλάσμα που το καίνε πολλές ηλιαχτίδες. Δεν είμαι μονοδιάστατος. Ο υπερρεαλισμός τον οποίο μελέτησα και με άγγιξε με σφράγισε όσο και η δημώδης ποίηση. Αυτό δεν συμβαίνει σε πολλούς. Επίσης πολλές προσωπικότητες έλαμπαν όταν ήμουν νέος και πρόλαβα και τους γνώρισα. Αυτό ήταν καταλυτικό στην πρόσληψη μου του έργου τους.

Δεν απομυθοποίησες κάποιους από αυτούς όταν τους γνώρισες από κοντά;

Βέβαια. Μπορούν να συμβούν δύο πράγματα. Είτε να απομυθοποιήσεις κάποιον τελείως γιατί η γήινη επαφή μπορεί να σε προσγειώσει ανωμάλως και να φύγει τελείως ο θρύλος που έχεις δημιουργήσει για το πρόσωπο είτε να υπερμεγεθυνθεί αν η προσέγγιση στον άνθρωπο, το ταίριαγμα, η αύρα του σε πάει και ταιριάζετε. Αλλά σε μια ανθολογία δεν κλείνεις ταμείο, βάζεις τους μύθους σου. Πνευματικοί άνθρωποι που αποτελούν εναύσματα ή παραμέτρους, πλαϊνές ή κύριες της προσωπικής σου μυθολογίας. Υπάρχουν στις εισαγωγές μου και κάποιες κρίσεις αλλά μέσα από έναν θαυμασμό. Πρόκειται για αποσταγμένα πράγματα. Παρολ΄αυτά έχω την ευθυκρισία να ξεχωρίσω το έργο από την προσωπικότητα κάποιου. Προτιμώ βέβαια να υπάρχει σύμπνοια έργου και ιδιοσυγκρασίας αλλά δε συμβαίνει πάντα. Στο βιβλίο μπορεί ας πούμε ο Ελύτης να φαίνεται πιο απομυθοποιημένος από τον Χριστιανόπουλο γιατί ο δεύτερος είναι ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Μαζί με τη βαθιά σχέση υπάρχει και η τριβή που σου δίνει όλη τη πραγματικότητα του άλλου και δεν είναι όλα ρόδινα. Επειδή λοιπόν υπάρχει και η βιωματική πλευρά με τον Χριστιανόπουλο, εμφανίζεται και η αρνητική πλευρά, ενώ στον Ελύτη δεν μου αποκαλύφθηκε για να την παραθέσω.


Αλλά μου κάνει εντύπωση που συνταιριάζεις τον Χριστιανόπουλο με τον Ρίτσο, δύο αντιφατικές περιπτώσεις. Ο ένας εξομολογητικός και ο άλλος στρατευμένος σε κάτι έξω από τη φύση του έρωτα του.

Ήταν όντως η ιδεολογία του τέτοια που τον δέσμευε με το κόμμα. Αλλά στη Σονάτα του σεληνόφως δεν έχει σημασία αν είναι άντρας ή γυναίκα. Σπαραγμένη μέσα σε μια ερειπώδη κατάσταση ολομόναχη. Η εξουθένωση του ανθρώπου αν αποδοθεί μέσα στο λογοτεχνικό κόσμο με έναν τρόπο καίριο, ολοκληρωμένο, εντυπωσιακό και πειστικό, για μένα είναι μια ενδιαφέρουσα και συμπαθής περίπτωση. Το πώς δεν έχει σχέση. Ασφαλώς οι άνθρωποι που είναι πιο τσαλαπατημένοι σαν τον Χριστιανόπουλο μου είναι πιο οικείοι.

Ακόμα και περιπτώσεις όπως ο Ταχτσής και ο Χατζιδάκις είναι δύο αντίθετες προσωπικότητες στις οποίες εσύ βρίσκεις κοινά με σένα στοιχεία.

Δεν είμαι ο κοινός ανθολόγος που προσπαθεί να είναι αντικειμενικός. Κάτι από όλους έχω. Σε άλλους βρίσκω κοινά στις ερωτικές αναζητήσεις, σε άλλους την ποιητική έκφραση, σε άλλους στη λαϊκή θυμοσοφία, με άλλον μία κοντινή κοινή γραμμή στη πεζογραφία, όπως με τον Ιωάννου αλλά δεν υπάρχει ταύτιση. Με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο υπάρχει πλήρης διάσταση. Εγώ είμαι μια εκρηκτική εξωστρεφής προσωπικότητα με πολλαπλές κοινωνικές ζυμώσεις κι εκείνος με μια προβεβλημένη κοινωνικότητα ως μοναχικότητα. Εγώ είμαι μέσα στα ρεμπέτικα, το αλκοόλ, τους καπνούς και την ερωτική κραιπάλη κι εκείνος τα ζει μέσα στο σπίτι.

Είσαι μάλλον ο μοναδικός που δίνεις ισότιμη αξία στον στιχουργό με τον μεγάλο ποιητή. Δίπλα στον Καβάφη και τον Παπαδιαμάντη εμφανίζονται ως ισότιμοι η Παπαγιαννοπούλου, ο Βαμβακάρης και ο Άκης Πάνου και άλλοι.

Όντως μόνο εγώ το κάνω αυτό. Έβαλα τον Βίρβο δίπλα στον Καβάφη. Αλλά είναι τα πρόσωπα της ανθολογίας μου. Αυτό που εξηγώ και στον πρόλογο μου, είναι ότι η αρτιότητα της λαϊκής ποίησης αυτών των ανθρώπων είναι εξέχουσα. Ο Βίρβος είναι ο πιο άρτιος λαϊκός στιχουργός, δηλαδή λαϊκός ποιητής. Το δημοτικό τραγούδι μας, που έχει αγνοηθεί λόγω του ότι το εκμεταλλεύτηκε η δικτατορία, ως προς την καλλιτεχνική του αρτιότητα είναι ένα κομψοτέχνημα.

Δεν το συμπεριέλαβες όμως.

Δεν ήθελα να βάλω ανώνυμους. Ούτε καν τον Μακρυγιάννη. Ξεκινώ από τα τέλη του 19ου αιώνα, από τον Παπαδιαμάντη.

Δεν θα έλεγες ότι σε μία τόσο προσωπική ανθολογία υπάρχει περίπτωση να εντάξει κανείς και μετριότερους λογοτέχνες;

Υπάρχει. Ο Παπανικολάου του Μεσοπολέμου, ναρκομανής και ομοφυλόφιλος, έγραψε ελάχιστα ποιήματα και εμένα μου αρέσουν σχεδόν όλα. Ομοιοκατάληκτος στίχος, πολύ μεστός, έχει μία κορύφωση πόνου που δεν την έχω δει σε πολλούς. Η Πολυδούρη πάει προς αυτόν αλλά πιο ρομαντική.

Θέλησες να του αποδώσεις μια αναγνώριση και μια αξία;

Υπάρχουν όλοι στη γραμματεία. Μόνο οι λαϊκότεροι δεν υπάρχουν. Βάζω τον Σαββόπουλο ως ποιητή αλλά και τον Παπάζογλου που έγραψε λιγότερο, μπαίνει η προσωπικότητα και το βίωμα. Ο Ρασούλης βέβαια είναι στιχουργός – ποιητής. Αλλά γεννήθηκα με το τραγούδι κι ας θεωρείται από κάποιους παρακατιανό ως στίχος. Κι ενώ το συμπυκνωμένο νόημα του στίχου ενός Τσιτσάνη ενός Βαμβακάρη μπορεί να μιλήσει πιο ουσιαστικά από τους περισσότερους δεν θεωρείται υψηλή ποίηση.

Όλες αυτές οι επιλογές απαρτίζουν εντέλει μια σου αυτοβιογραφία...

Είναι! Ήμουν εξομολογητικός και αυτοαναφορικός, αλλιώς θα γινόταν μία ξερή ανθολόγηση με ελάχιστα λόγια για τον καθένα. Εδώ υπερτερεί η πρόζα με αρκετή ανεκδοτολογία. Αν είχα γνωρίσει τον Ταχτσή θα ήταν αλλιώς. Με τον Χατζιδάκι έφαγα μία φορά και αυτό επέδρασε από τον να μην τον είχα γνωρίσει.


Βάζεις και συνομήλικους σου.

Μόνο τον Σκαπαρδώνη και έχει να κάνει ακριβώς με το ότι είναι συνομήλικος και καλός πεζογράφος. Μετά βάζω κάποιες γυναίκες που είναι μεγαλύτερες μου και τον Δημητριάδη, προσωπικό φίλο του οποίου η προσωπικότητα με έχει επηρεάσει όχι λόγω φιλίας. Αν και επέλεξα να βάλω επιστολές του από την περίοδο της θητείας μου που είναι μια άλλη λογοτεχνία του.

Με τον Χριστιανόπουλο που σε συνδέει μια φιλία ετών και μία πνευματική ρήξη σχεδόν πατέρα – γιού, κι αυτό διαφαίνεται στην εισαγωγή σου γι' αυτόν. Πώς το εξέλαβε ο ίδιος;

Δεν είπε λέξη και μάλιστα με ευχαρίστησε που τον βάζω πρώτο. Λέω κάποιες αλήθειες κι αυτό έχει σημασία. Ο Ελευθερίου επίσης με πήρε και με ευχαρίστησε αν και αναδεικνύω μόνο τη στιχουργία του η οποία έχει μεγάλη ποιητικότητα και όχι την καθαυτό ποίηση του και την πεζογραφία του. Αλλά έριξα κάποιους. Δεν έχω τον Στρατή Δούκα, όπως κάποιους που δεν συνδέθηκα μαζί τους παρά ελάχιστα. Οι επιλογές αυτές είναι συνδυασμός βιωματικής επίδρασης, εκτίμησης του έργου, και λίγο σύμπτωσης. Ποιους έτυχε και ποια εποχή να διαβάσεις. Αν τους γνώρισες μπορεί η συνολική προσωπικότητα να επέδρασε ακόμα και αν το έργο δεν είναι τόσο μεγάλο. Είναι μια ανθολογία με χαρακτήρα προσωπικό.

Ετοιμάζεις κι ένα βιβλίο με διηγήματά όπου επίσης εμφανίζονται πρόσωπα σημαντικά με τα οποία συνδέθηκες.

Ναι, πρόκειται για μια συλλογή αφηγημάτων μου με τον τίτλο «Τι πάθος ατέλειωτο». Είκοσι πέντα αφηγήματα - σπαράγματα της ζωής μου, ανάμεσα στα οποία και πορτρέτα ανθρώπων του τραγουδιού που λάτρεψα και συνδέθηκα με τους ίδιους και το έργο τους : Βαμβακάρης, Καζαντζίδης, Πόλυ Πάνου, Ρασούλης, Παπάζογλου και Φλέρυ Νταντωνάκη, ένα για τη Νένα Μεντή και ένα για την Ζυράννα. Τα υπόλοιπα διαδραματίζονται σε διαφορετικούς χρόνους στην Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη και στη Μυτιλήνη. Θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ τον Νοέμβριο.

Από τον Πρόλογο του βιβλίου

Η φοιτητική μου ζωή σε μια Θεσσαλονίκη μαγκωμένη προς το τέλος της χούντας μα ανθοβολούσα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ήταν άλλο ένα τρανό δώρο της μοίρας μου. Την θέρισα εκείνη την εποχή την πόλη, την ξεζούμισα. Μετά το’ 90 γύρισε η Σαλόνικα δεκαετίες πίσω, σ’ ένα σύγχρονο Μεσαίωνα, ας όψονται οι πλείστοι των συμπολιτών μου, οι ψηφοφόροι και χειροκροτητές του Ανθιμοψωμιαδιστάν.

Το μεγαλύτερο ακόμη μπερεκέτι μού το τράταρε η διαμονή μου στην Κωνσταντινούπολη από το ’87 ως το ’95, θαρρώ πως και δέκα ζωές να μου δίνονταν δε θα έφταναν να εξαντλήσω το αποθησαύρισμα της Πόλης μου σε μετουσιωμένη δημιουργία.

Τα χρόνια του στρατού στη Λέσβο(’77-’79) ήταν βαριά. Δεν κυνηγούσαν πλέον φανερά το φρόνημα, ο Καραμανλής της Ευρωπαϊκης Ένωσης άρχισε ν’ αλλάζει κάπως μυαλά, αλλά το τι τραβήξαμε. εμείς το ξέρουμε. Στη μοναδική άδεια που μου έδωσαν, με τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης, -και ενώ συνομήλικοί μου, μέχρι χτες δογματικές αριστεράντζες, απόφοιτοι άλλων πανεπιστημιακών σχολών, έκαναν τα ντοκτορά τους στα Λονδινοπάρισα, «έστηναν» με ειδικούς νόμους τις ευεργετικές διατάξεις ως προς τον χρόνο θητείας των διδακτόρων και μαγείρευαν την αναρρίχησή τους σε ποικίλα, μέχρι και υπουργικά, εξουσιαστικά πόστα, είδα αρκετούς νεότερούς μου βολεμένους σε θέσεις βοηθών στις πανεπιστημιακές έδρες της Σχολής μας. Μου αρνήθηκαν τότε να γραφτώ στο Μεταπτυχιακό. Πικράθηκα πολύ. Αργότερα ετοίμασα το διδακτορικό μου, που όμως δεν το υπέβαλα. Λάθος; Είχα απηυδήσει απ’ τα ακαδημαϊκά καμώματα κι είχα αποφασίσει να μην το πάρω. Εξ άλλου «δεν έχεις μάτια για γραφείο» είχε μαντέψει νωρίς η αείμνηστη δασκάλα μας, σπουδαία ανθρωπολόγος Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος.

Πάντως το διδακτορικό μου, «Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας» τυπώθηκε σε ωραίο βιβλίο από την «Άγρα» και έκανε θραύση. Είναι έργο ζωής που η ετοιμασία του κράτησε δεκαπέντε χρόνια. Έχω ίσως την πιο πλήρη συλλογή υλικού για τους Ζεϊμπέκους στον κόσμο· και στους Τούρκους συλλέκτες περιζήτητη. Και την καλύτερη γύρω απ’ τον λατρεμένο μου καλλιτέχνη Γιλμάζ Γκιουνέι που έχω δημοσιεύσει τη μισή ζωή του –μέχρι να γίνει ο περίφημος σκηνοθέτης που ξέρουμε- στο περιοδικό «Εντευκτήριο» του ακάματου εργάτη του πολιτισμού, φίλου μου Γιώργου Κορδομενίδη, -και του ’χω γράψει του «άσχημου βασιλιά»(αυτό ήταν το παρατσούκλι του Γκιουνέι) κι ένα τραγούδι αποχαιρετισμού. Τραγουδώντας το μερακλίδικα, «Γκιουλέ γκιουλέ Γιλμάζ Γκιουνέι», ένα βράδυ του’ 90 στο ωραιότερο κούρδικο επαναστατικό μουσικό στέκι της Πόλης, το «Μουνζούρ», αποθεώθηκα. Έγινα με τον καιρό κάτι σα μασκότ του μαγαζιού και μ’ έστησαν αποτυπωμένο σε πέτρα, -τιμή μεγάλη- ανάμεσα στον Ναζίμ Χικμέτ και τον Γιασάρ Κεμάλ σ’ ένα ντουβάρι του.

Ήμουν τυχερός που διορίστηκα στο δημόσιο ως καθηγητής φιλόλογος το ’82, και μάλιστα στο νομό Θεσσαλονίκης. Δούλεψα σε διάφορα Γυμνάσια και Λύκεια. Στους μαθητές μου έδωσα τον ανθό. Δεν ήμουν ο κλασικός τύπος καθηγητή, εκόμισα «καινά δαιμόνια». Πάντως πέρασα καλά με τα παιδιά. Κι εκείνα μαζί μου ακόμη καλύτερα. Βγήκα στη σύνταξη το 2010 υπηρετώντας τα τελευταία χρόνια στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. Δε μπήκα ποτέ σε σχολείο του κεντρικού άστεως, έστω και στο τέλος της εκπαιδευτικής μου θητείας, -οι άλλοι είχαν πιάσει τα πόστα είκοσι χρόνια πριν, δεξιοί κι αριστεροί (για κεντρώους δε συζητώ, δεν υπάρχει για μένα κέντρο, το κέντρο είναι μια μουτσούνα της δεξιάς), -δεν είχα, φαίνεται, τα προσόντα.

Ώρες ώρες νιώθω σαν μια αποθήκη από μελωδίες και στίχους. Με την απόλυσή μου απ’ τον στρατό, -ύστερα από έναν έρωτα ανεπίδοτο που με μάρανε-, γύρω στο’ 80, άρχισα παίζοντας λίγο μπαγλαμά και με τη βοήθεια μαθητών μου λαϊκών μουσικών να σκαρώνω τα τραγούδια μου. Απ’ αυτό τον σεβντά γεννήθηκαν πολλές λαϊκές ή λαϊκότροπες μελωδίες, σε ύφος ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο Καζαντζιδικό του’ 60, και λίγα τραγούδια γραμμένα στα τούρκικα. Βγήκανε τρεις ολοκληρωμένες μουσικές εργασίες, αρκετές συμμετοχές σε δίσκους άλλων και πάρα πολλές συνεργασίες σε πάλκα. Οι κυριότερες συνεργάτιδές μου είναι η Βούλα Σαββίδη, η Μαρία Φωτίου, η Τουρκάλα Ντιλέκ Κοτς, όλες καταπληκτικές, και η αισθαντικότατη Λιζέτα Καλημέρη, πολύτιμη φίλη και ηγερία μου. Πολλοί μουσικοί οι συνεργάτες μου, όπως ο Λάρυ ο μπουζουξής και ο μόνιμος κιθαρίστας μου Σταύρος Κρομμύδας, παιδιά τζιμάνια. Και πολλές, σποραδικές αλλά επεισοδιακές πάντοτε εμφανίσεις. Ποτέ δεν πήγα για καριέρα και σπάνια να τραγουδήσω για διαφήμιση το ρεπερτόριό μου. Κατά το κέφι μου οργανώνω μεγάλες συναυλίες έχοντας μελετήσει πριν τα θέματα-αφιερώματα και επιλέγοντας τον αφρό.

Τα τελευταία χρόνια μοιράζω τη ζωή μου ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και το χωριό Πλατανίδια του Πηλίου. Η μάνα φύση με αποπλανά, στοχάζομαι σκάβοντας τη γη, μαγειρεύω τα επόμενα έργα μου μεγαλώνοντας καρποφόρα. Από το 2009 και κάθε πρώτο Σάββατο του Ιουλίου οργανώνω στο κτήμα μου βραδιά πανελλήνιας συνάντησης λογοτεχνών και μουσικών αφιερωμένη σε διαφορετικό κάθε φορά θέμα.

Κάπου-κάπου λόγω υποχρεώσεων κατεβαίνω στην Αθήνα που την αγαπώ ιδιαίτερα. Σαν χωριατόπαιδο, η Θεσσαλονίκη μου φαινόταν μεγαλούπολη. Όταν την κέρδισα, την ξεπέρασα. Σαν Σαλονικιός-δικαιολογημένα ή όχι- κρατώ ένα μικρό σύμπλεγμα μειοδοσίας απέναντι στην πρωτεύουσα αλλά το σμίξιμό μου με την Πόλη μου ’δωσε ένα αλλιώτικο αέρα, ας πούμε πιο κοσμοπολίτικο, που με κάνει να την αφήνω πίσω. Δεν είναι κομπαστικά αυτά, η βιογραφία κάθε ανθρώπου είναι γεμάτη εκπλήξεις, κι ο κάθε τόπος που μας σημαδεύει μας αλλάζει χωρίς να το καταλάβουμε. Οι επισκέψεις μου στην Κωνσταντινούπολη έχουν αραιώσει πολύ, καθώς η επέλαση της παγκοσμιοποίησης και του μυξοευρωπαϊσμού τα τελευταία χρόνια μου ’χει στερήσει τα στέκια μου και την έχει κάνει να χάνει σταδιακά την ταυτότητά της-κάτι που έγινε λίγο πριν και σε μας- και να είναι πια αγνώριστη.

Μου έσβησαν σχεδόν όλες τις ζωντανές μέχρι πρότινος αναφορές μου στην Πόλη και τη Σαλόνικα. Στην εποχή των γιάπηδων, οι μποέμηδες χώνονται στη στρούγκα(που θα’ λεγε κι ο φίλος μου Αργύρης Μπακιρτζής).

Δεν ξέρω σε πόσους και σε ποιους συγγραφείς συμβαίνει, πιστεύω σε λίγους, μα προσωπικά έχω μεγάλη έγνοια να περάσω στη λογοτεχνία ένα μέρος της ζώσας ιστορίας, εκείνο που αναλογεί στο βίο μου, έτσι απογράφω ό, τι σημαντικότερο «ανθίστηκα», μπας και μείνει κάτι και στους επόμενους. Όλα χάνονται στην εποχή μας στο τσακ, «ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών», λέει ο Ελύτης.

Η εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο κλονίστηκε σοβαρά έπειτα από σειρά μηνύσεων –για μια φωτογραφία μου με ανατολίτικο καλπάκι και τσιγάρο στο χέρι που μου χάρισε- («ήρθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου») ένας δικομανής, ηθικά ανερμάτιστος τύπος –πρώτη φορά στη ζωή μου, εύχομαι και στερνή, πέρασα στην κόλαση των ύβρεων, στην παραφορά της «αράς».

Η πείρα μου μ’ έχει διδάξει ότι η παραδοπιστία δεν είναι ίδιον των ελάχιστων. Ξέρω, προφάσεις είναι οι θεοί, υπεράνω όλων ο Μαμωνάς. Αν όμως καταλήξω ότι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, είναι αργυρώνητοι, τότε, ας σκαρφαλώσω καλύτερα σε κάνα βράχο, στο πιο ψηλότερο βουνό που λέει ο Λουκάς Νταράλας. Μήπως να μη μιλάμε για ιδεολογίες πια; Να πιαστώ απ’ τον Πεντζίκη; (μπα, δεν το θέλω!) : «Και τι ωφελούν οι ιδέες σ’ έναν διαλυμένο, σαν κομμένο γάλα κόσμο; Καταντούν σκουπίδια!».

Αυτά εν συντομία είχα να πω. Και να δηλώσω ότι αντικρίζω τη ζωή με ευγνωμοσύνη και τους ανθρώπους, -παρά τα χουνέρια και τα καζίκια-, θέλω να ελπίζω ως το τέλος, με ματιά σπλαχνική και πάντοτε διακαώς ερωτική.

Η σειρά αυτών των βιβλίων που ξεκινά είναι μια έξυπνη ιδέα του φίλου εκδότη Νώντα Παπαγεωργίου μα και μια πρόκληση. Πρόκειται για μια καταβύθιση στο «είναι», ταυτόχρονα μια απαιτητική συνομιλία με πνευματικούς ανθρώπους-σταθμούς της ζωής. Θα μπορούσε να έχει τίτλο «Ο συγγραφέας και οι καταβολές του» ή «η λογοτεχνική καταγωγή του συγγραφέα» ή «η κληρονομιά των προγόνων λογοτεχνών» -κάπως βαρύγδουπο αυτό- ή «η λογοτεχνική μου οικογένεια».

Ανθολογούνται συνολικά ογδόντα οχτώ προσωπικότητες. Ξεκινώ την ανθολόγηση απ’ τον Χριστιανόπουλο που υπήρξε στενός μου δάσκαλος και διατρέχοντας το σώμα της λογοτεχνίας φτάνω μέχρι τον ηλικιακά νεότερο Σκαμπαρδώνη που είναι συνομήλικός μου, συμμαθητής και συμφοιτητής μου και παραμένει αναφορά ζωής. Η ανθολόγηση βασίζεται –προς άρσιν παρεξηγήσεων- στην προσωπική πρόσληψη και επιλογή του ανθολόγου. Ασφαλώς είναι πολύ περισσότερα τα λογοτεχνικά έργα που μ’ έχουν επηρεάσει και οι πνευματικές προσωπικότητες που έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδιαμορφώσει ένα μέρος του λογοτεχνικού μου πορτρέτου. Για όσους συγγραφείς (και τίτλους), απόντες ή παρόντες παραλείπονται, ας μου συγχωρεθεί, κάτι πάντοτε μας ξεφεύγει, είναι απαιτητικό και λεπτό το εγχείρημα, είναι και το ζήτημα της οικονομίας χώρου. Το να μην ανθολογώ απ’ τους κλασικούς τον Σικελιανό, τον Άγρα, τον Πρεβελάκη ή τον Δούκα, και απ’ τους νεότερους τον Μαρκόπουλο, τη Ρούκ, τη Λαϊνά ή τον Βαρβέρη, δε σημαίνει καθόλου ότι τους βρίσκω παρακατιανούς. Μάλλον είμαι άτυχος που κάποιες συναντήσεις δεν προέκυψαν, ενώ μπορεί να στάθηκαν σταθμοί για μένα δημιουργοί που λογαριάζονται στους ελάσσονες και να μη με σημάδεψαν άλλοι που θεωρούνται «κορυφαίοι». Εξάλλου η γνωριμία μ’ έναν συγγραφέα συχνά είναι σύμπτωμα επιλεκτικής τύχης, να πέσει το βιβλίο στα χέρια σου, να στο συστήσουν, να το μυριστείς σα λαγωνικό, να ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία σου, να ’ναι η γραφή και το περιεχόμενο μέσα στα πράγματα την εποχή που σκάει, να τον ψάξεις εσύ ή, το πολύ σπάνιο, αν είσαι τυχερός- να σε ανακαλύψει εκείνος.

Πέρα των ανθολογουμένων, -με τον πάντοτε ελλοχεύοντα κίνδυνο να μου «ξεφύγουν»- γνώρισα και αγάπησα πολύ το έργο και άλλων πολλών νεότερων συγγραφέων, μεγαλύτερων ή μικρότερων από μένα, χωρίς όμως να επηρεαστώ ιδιαίτερα, αφού τα βασικά συστατικά της συγγραφικής μου προσωπικότητας είχαν στερεωθεί. Ακολούθησαν ο Καστανάκης, ο Γονατάς, ο Κοτζιάς, ο Καχτίτσης, ο Χειμωνάς, ο Νόλλας, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Παπαδημητρίου, ο Αλαβέρας, ο Σφυρίδης, ο Γιατρομανωλάκης, ο Ξανθούλης, η Μήτσορα, ο Μόντης, ο Βρεττάκος, ο Λειβαδίτης, ο Βαλαωρίτης, η Δημουλά, ο Κύρου, η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, ο Ευαγγέλου, η Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ, η Νατάσσα Χατζιδάκι(Μαρίνα), η Μαστοράκη, η Λαϊνά, ο Χαραλαμπίδης, η Αλαβέρα, ο Τραϊανός, ο Καλοκύρης, ο Λιοντάκης, ο Μαρκόπουλος, ο Βαρβέρης, ο Ίσαρις, ο Κοντός, ο Υφαντής, ο Χιόνης, οι κοντινοί μου, που έτσι κι αλλιώς δε χωράνε στην παρούσα ανθολογία, η Κορομηλά, ο Κάτος, ο Σουρούνης, ο Δαββέτας, ο Δημητρίου, ο Ραπτόπουλος, ο Κοντολέων, ο Βασιλειάδης, η Δεληγιώργη, η Χουζούρη, ο Μίγγας, ο Γρηγοριάδης, ο Ακρίβος, ο Μήτσου, ο Ατζακάς, ο Καλούτσας, ο Σερέφας, η Κουγιουμτζή, η Νικολαίδου, ο Ζαφειρίου, η Ευτυχία- Αλεξάνδρα Λουκίδου, η Μπακονίκα, οι νεώτεροι Μακριδάκης, Γεννάρης και Οικονόμου και αρκετοί άλλοι. Α, ξέχασα τον εκπληκτικό «Οργισμένο Βαλκάνιο» του –και εκπληκτικού- σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη.

Τι θέλει η λογοτεχνία για να προκόψει; Δημιουργική φαντασία μα κυρίως επίμονο χάζι. Φαίνεται πως έχω πολύ δυνατή μνήμη και κρίση. Μα προπαντός πολύ έντονα ασκημένη παρατηρητικότητα. «Φωτογραφίζω» όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος, όπου κι αν βρίσκομαι, και «παγιδεύω», φυλακίζω μέσα μου όσα μ’ εντυπωσιάζουν. Γίνεται από φυσικού μου, χωρίς στόχευση, -ίσως να έχει σημασία ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας μου-, πάντως όλη αυτή η σοδειά πρέπει να είναι γερή παρακαταθήκη για την δημιουργία. Τι άλλο θέλει η τέχνη για να προκόψει; Και ταλέντο βέβαια. Αλλά και δουλειά πολλή, οργανωμένη, συστηματική, όπως και πείσμα. «Με το πείσμα επικυρώνουμε το ταλέντο μας», λέει ο Σταντάλ», θέλει γινάτι συνειδητό. Κι ένα τελευταίο : θέλει να ζεις! Στα τολμηρά και στα γεμάτα! Χωρίς ισχυρά βιώματα δεν πας πουθενά. Οι δυνατές εμπειρίες είναι προίκα ανεκτίμητη για τα δημιουργό. Άμα φαντασιώνεσαι το βίωμα, βγαίνεις ψεύτικος, εκτός αν είσαι μάγος στην απάτη.


Οι καλύτεροι δάσκαλοί μου μέχρι τα πρώτα νιάτα ήταν «αμόρφωτοι», -τι αμόρφωτοι, κάποιοι ήταν αναλφάβητοι- όμως άξιζαν ο καθένας δέκα πανεπιστήμια-, η γιαγιά μου η Ελπινίκη, μερικοί ψαράδες του χωριού μου, δυο τρεις γειτόνισσές μου, πρόσωπα της νεανικής μου αλητείας, η θητεία μου στο πεζικό, -που μπορούσα να την αποφύγω –άμα θες να γλιτώσεις, πούλα «αδερφοσύνη ή τρέλα» μου’ χε πει ο αείμνηστος φίλος, σπουδαίος συγγραφέας Γιάννης Πάνου μα εγώ προτίμησα, τι μαζοχισμός!, να πάω φαντάρος, έτσι θα γνώριζα όλα τα σουσούμια κι όλο τον πλούτο και τη βρώμα του λαού, και έτσι έγινε- ο θησαυρός απ’ αυτές τις κληρονομιές είναι αστείρευτος. Ύστερα κράτησα τη ζωή απ’ το χέρι και την άφησα να με περπατήσει. Συχνά σε μονοπάτια κακοτράχαλα. Από κει και πέρα λογαριάζω δασκάλους μου πολλούς αλλά κυρίως δύο εξωπανεπιστημιακούς, τον Χριστιανόπουλο και την Διδώ και δύο ακαδημαϊκούς, τον Σαββίδη και τον Μαρωνίτη.

Ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο

Τον Ντίνο τον διάβασα και τον μελέτησα πολύ νωρίς· τον πήρα πρέφα και τον ξεκοκάλισα, τον θαύμαζα ως ποιητή ξεχωριστά. Στο μικρό φιλόξενο κουτούκι της «Διαγωνίου» -«Μικρή πινακοθήκη» την βάφτισε μα τη μετέτρεψε σε άτυπο «μικρό κέντρο πολιτισμού» της Θεσσαλονίκης- με πήγε ο πανεπιστημιακός μου δάσκαλος Πάνος Πίστας. Ήμουνα είκοσι δύο χρονών. -Σε συμπάθησε ο Χριστιανόπουλος, πράγμα ασυνήθιστο, μου είπε την επομένη, ίσως επειδή είσαι από χωριό. Κολακεύτηκα αλλά μου φάνηκε και αστεία η προτίμηση. Για ποιο λόγο να μυθοποιoύμε τον κόσμο της επαρχίας; Εμείς τα ξέραμε τα χωριά, κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη! Σιγά να μην ήταν οι άνθρωποι εκεί λιγότερο χαλασμένοι!

Αμέσως άρχισε μια πολύ εγκάρδια φιλία και μια μαθητεία στενή. Τον πόνεσα πολύ σαν άνθρωπο, τον σπλαχνίστηκα για τα πάθη του, επαινώ τον αγώνα που έδωσε προπαντός στα νιάτα του, γιατί τον χτύπησαν άγρια(χρόνια είχε να γραφτεί στην Ελλάδα τόσο τολμηρή και εξομολογητική ποίηση με τέτοια επιγραμματική συμπύκνωση) και δεν ξέρω αν τον έχει αγαπήσει κανείς τόσο βαθιά σαν εμένα. Του’ χω αφιερώσει κι ένα μου –μη ηχογραφημένο- τραγούδι :

Ντίνο, την νιώθω αυτή τη μοναξιά,
φώλιασε και μου τρώει τα σωθικά
μα συνηθίζω να παλεύω στη ζωή μου
να φέρω βόλτα την περίπτωσή μου.

Όταν η απόγνωση μου πνίγει την καρδιά,
στα ποιήματά σου αναζητώ παρηγοριά,
τους έρωτες σου, αδερφέ μου, προσκυνώ
και σαν εσένα ασυμβίβαστος γυρνώ.

Ψάχνω γι’ αγάπη, βρίσκω ασυδοσία,
αισχρά πληρώνω τη μικρή μου ελευθερία,
σ’ αυτή την πόλη που και μένα έχει σφραγίσει
νύχτες πολλές έχω κοντά σου μαρτυρήσει.

Κέρδισα πολλά απ’ τις αστείρευτες γνώσεις και τις χρήσιμες παραινέσεις του, («απ’ το σπίτι σου χωρίς βρακί θα βγαίνεις, χωρίς μολύβι και χαρτί δε θα βγαίνεις»), φυλάχτηκα όμως απ’ τις ατέρμονες προκαταλήψεις του(«καλούτσικη ποιήτρια η τάδε και λαμπερή γυναίκα αλλά σκατοχαρακτήρας, παράτησε τον άντρα της για έναν πορδόμαγκα»). Είχα αρνηθεί δυναμικά στα δεκαοχτώ μου τις αυθαιρεσίες του φυσικού μου πατέρα, είχα σηκώσει κεφάλι μια για πάντα στις πουριτάγκες κι είχα στραφεί από παιδάριο φανατικά προς τα αριστερά· δε θα ’βαζα με τίποτε στα νιάτα μου κεγαγιά στο κεφάλι μου μιαν ιδιότροπη «πεθερά». «Είσαι νόστιμος και θα το πληρώσεις ακριβά. Η τέχνη, μωρό μου, θέλει κουσούρι!». «Και τι να κάνω δηλαδή; Να χαρακώσω τη μάπα μου ή να σακατέψω το χέρι μου;» (Ξέρω, ήθελε να πει, παράτα τα τσιλιμπουρδίσματα και πέσε με τα μούτρα στη δουλειά ώσπου να γίνεις φυματικός!) Μα τίποτε απ’ αυτά δεν αποδείχθηκε στην πορεία. Και χωρίς αναπηρία υπηρέτησα μια χαρά την τέχνη και με την παντιέρα της ερωτικής μου νιότης πρόσω ολοταχώς σάλπαρα στ’ ανοιχτά και πέρασα μέγκλα. Έζησα και στις δυο περιοχές μικρούς –όχι τεχνητούς- μα αυθεντικούς παραδείσους.

Οι ιστορίες μου με τον Ντίνο είναι ατέλειωτες, και μεταξύ μας και με παρέες. Θα μπορούσα να σκαρώσω τόμους πικάντικων ανεκδότων και διδακτικών αφηγημάτων που πηγάζουν απ’ την κοινή μας ζωή ή από την ιδιαίτερα πρωτότυπη θυμοσοφία και την ανεξάντλητη και θαυμαστή παραμυθολογία του. Ξέρω πως θα του άρεσε κι εκείνου πολύ. Και σε σας το ίδιο.

Θα πω μόνο ένα. Το φθινόπωρο του 1987, με αφορμή την επικείμενη μετοικεσία μου στην Πόλη, έκανα τραπέζι στους φίλους μου σ’ ένα ταβερνάκι στα Κάστρα, σαν εκείνο που περιγράφει ο Τσίρκας στη «Νυχτερίδα». Κάποια στιγμή γυρίζει η μάνα μου σε μένα : -Θα πω κάτι στον κύριο Ντίνο αλλά εσύ δε θ’ ανακατευτείς. –Εντάξει, λέω. Τον ρωτάει λοιπόν : -Κύριε Ντίνο, εσάς το παιδί μου σας ακούει. Δεν του λέτε να παντρευτεί; Και ο Ντίνος: -Ακούστε κυρία Παρασκευούλα μου, εμείς περνάμε καλά. Να αφήσετε το παιδί ήσυχο. Ο γάμος είναι για της γυναίκες. Αν ήταν στη ζωή η μαμά μου, θα ψαχνόταν ακόμη!

Ελπίζω να μην τον αδικώ! Ανάμεσα στις συχνές ακριτομυθίες και τον μυστήριο(παθολογικο;) φθόνο που όχι σπάνια τον καταλαμβάνει –και οι ριπές του συχνά μ’ έχουν λαβώσει βαριά-(αν και δεν είναι ο μόνος δάσκαλός μας πάσχων απ’ το σύνδρομο του Κρόνου· εξαιρούνται ελάχιστοι) και την ευγνωμοσύνη που του οφείλω, έχω διαλέξει πολύ συνειδητά το δεύτερο.

Η ανιδιοτελής προσφορά του στον πολιτισμό είναι μοναδική και ανυπολόγιστη. Να μην πω ότι δεν έχει όμοιό του! Η ιστορία της «Διαγωνίου» και μόνο είναι μια σπουδαία σύγχρονη πολιτιστική παράδοση, ένα θαύμα! Μπορεί όλους να τους «τσούζει», -τα γνωστά του τερτίπια είναι τρόπος ζωής-, αλλά απ’ το σχολειό του βγήκαν και πρόκοψαν πολλά και κάθε λογής ταλέντα και ταλεντάκια. Του χρωστάμε λοιπόν όλοι μας. Αλλά και η απλή, γενναία, αντικομφορμιστική, αφτιασίδωτη, «μοντέρνα» ποίησή του, έχει γεννήσει μικρά, άφθαρτα τζοβαΐρια.

Το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη "Τ' αγαπημένα του Θωμά Κοροβίνη: Ποιήματα και αφηγήματα άλλων" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Πηγή:  http://www.lifo.gr/team/book/52295