Σελίδες

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Όταν ο Παζολίνι σκηνοθετούσε την Κάλλας

Όταν ο Παζολίνι σκηνοθετούσε την Κάλλας
Κείμενο: Φαίδων Χατζηαντωνίου

Το 1969 γυρίστηκε η Μήδεια του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ταινία ελεύθερα εμπνευσμένη από την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, με πρωταγωνίστρια την Μαρία Κάλλας.
Την εποχή εκείνη η Κάλλας είχε μπει σε περίοδο φωνητικής κρίσης. Τότε, «παρασυρμένη από τον Παζολίνι, πίστεψε πως ο κινηματογράφος θα της άνοιγε τον δρόμο για μια καινούργια καριέρα», σημειώνει ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης στο έργο του Μαρία Κάλλας. Οι μεταμορφώσεις μιας τέχνης, που αποτελεί την πιο εμπεριστατωμένη εργασία πάνω στην ζωή και την τέχνη της απόλυτης Ντίβας της όπερας. «Δυστυχώς», συμπληρώνει ο Β. Νικολαΐδης, «η Μήδεια, μοναδική της κινηματογραφική εμφάνιση, δεν δικαίωσε τις προσδοκίες της».
           

Την Μήδεια την είδα την πρώτη εβδομάδα προβολής της στην Φλωρεντία και είμαι αυτόπτης μάρτυς των προσβλητικών αποδοκιμασιών του κοινού, ενός κοινού που δεν ήταν έτοιμο να δεχτεί την αιρετική ματιά τού πάντα προκλητικού Παζολίνι, αλλά ούτε και τον μύθο της Ντίβας χωρίς τη φωνή της.  
Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, που έγιναν στην Τουρκία, τη Συρία και την Ιταλία, ο Παζολίνι έγραψε μερικά ποιήματα για την Μαρία Κάλλας. Το ποίημα που ακολουθεί περιέχεται στην ποιητική συλλογή Trasumanar e organizzar (Garzanti 1971). Ο πρωτότυπος τίτλος, «Timor di me?», είναι από στίχο της Λεωνόρας στην 3η Πράξη του Τροβατόρε του Βέρντι. Την μετάφραση που ακολουθεί, δυσεύρετη σήμερα, έκανα ειδικά για την β΄ έκδοση του βιβλίου του Βασίλη Νικολαΐδη, Εκδόσεις Μπάστας-Πλέσσας, Αθήνα 1995, σσ. 399-400.  



Πιέρ Πάολο Παζολίνι

Φόβος του εαυτού μου;

Απόδοση: Φαίδων Χατζηαντωνίου

Α, ένα τρομερό δέος.
Η ευφορία εκρήγνυται
πάνω σ’ εκείνα τα τζάμια στο σκοτάδι
Αλλά μια τέτοια ευφορία που σε κάνει να τραγουδάς
                                                με τη φωνή σου
είναι μια επιστροφή από το θάνατο: ποιος θα γελάσει –
Πίσω κάτω από το μαύρο πλαίσιο τ’ ουρανού
Χθόνια οπτασία!
Δεν αστειεύομαι: γιατί εσύ έχεις δοκιμάσει
έναν τόπο που εγώ δεν εξερεύνησα ποτέ μου,
                                    ΕΝΑ ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
Η γη μου είναι μικρή, αυτό είναι η αλήθεια,
αλλά πάντα μου έπλαθα μύθους για τόπους
                                                Ανεξερεύνητους
με κάποια ευφορία, σχεδόν σα να μην ήταν αλήθεια,
όμως συ είσαι, εδώ, με τη φωνή σου.
Το φεγγάρι ανέτειλε·
τρέχουν τα νερά·
ο κόσμος δεν το ξέρει πως είναι νέος και η καινούργια
                                                του ημέρα
τελειώνει πάνω στα αετώματα και στο μαύρο τ’ ουρανού.
Μέσα σ’ εκείνο το ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
ποιος είν’ αυτός που εσύ τον κουβαλάς με τις επιθυμίες σου
                                                και τον γνωρίζεις;
Είναι ο πατέρας, ναι, αυτός!
Λες πως εγώ τον ξέρω; Αχ, πόσο λάθος κάνεις·
με τι αφέλεια θαρρείς βέβαιο κάτι
                                                που όμως δεν είναι·
τώρα όλη τούτη την υπόθεση τη θεμελιώνεις, με
                                                το τραγούδι,
πάνω σ’ αυτή την έπαρση, για μένα ταπεινή,
αλλά δεν ξέρεις πόσο είναι υπέροχη·
έχει πάνω της τα σημάδια από τη θνητή βούληση των
                                                πολλών –
Το ιλαρό μάτι μου που δεν κατέβηκε ποτέ στον κάτω
Κόσμο
μια αβέβαιη κολασμένη σκιά
κρύβει.
Κι εσύ την πάτησες
Εσύ απ’ αυτό που είναι η πραγματικότητα γνωρίζεις
                                                μόνο εκείνο τον Τέλειο Άνδρα,
δηλαδή αυτό που επιβάλλεται κανείς να γνωρίζει·
η άλλη, η Τέλεια Γυναίκα, ας μένει στην Κόλαση
ή στη σκιά που είναι πριν απ’ τη ζωή
κι από κει ας απεργάζεται τις γητειές της, τα μάγια της·
μίσησέ την, μίσησέ την, μίσησέ την·
κι αν τραγουδάς και κανείς δεν σ’ ακούει, εσύ όμως
                                                χαμογέλα
απλώς επειδή για την ώρα είσαι νικήτρια –
με τη φωνή σου σαν ένα κορίτσι ακόρεστο
που όμως ξέρει από γλύκα·
Το Παρίσι βαρύ πίσω απ’ την πλάτη σου
                                                μ’ ένα χαμηλό ουρανό
με το υφάδι από μαύρα κλαδιά· που είναι πλέον κλασικά·
έτσι έχει το πράγμα –
Εσύ χαμογελάς στον Πατέρα –
στο πρόσωπο που για κείνο εγώ δεν έχω καμιά
πληροφορία,
που τον συναναστράφηκα σε κάποιο όνειρο και
                                                προφανώς δεν το θυμάμαι –
παράξενο, από κείνο το τέρας της αυταρχικότητας
προέρχεται και η ηδονή
αν μη τι άλλο ως καρτερία και σύντομη νίκη·
πω, πω, πώς τον αγνόησα· τον αγνόησα
                                    έτσι που να μη μάθω τίποτα γι’ αυτόν –
τι να κάνω;
Εσύ χαρίζεις, σκορπίζεις δώρα, έχεις ανάγκη να χαρίζεις,
αλλά το δώρο το δικό σου σ’ το ’δωσε Εκείνος, όπως όλα·
ενώ του Κανενός το δώρο είναι ένα Τίποτα·
εγώ υποκρίνομαι ότι παίρνω·
σ’ ευχαριστώ ειλικρινά μ’ ευγνωμοσύνη·
Όμως το αχνό φευγαλέο μειδίαμα
δεν είναι από δειλία·
είναι ο φόβος, πιο τρομερός,
                                                πολύ πιο τρομερός,
που έχω ένα σώμα διαφορετικό, μέσ’ στο βασίλειο της
ύπαρξης –
μήπως είναι αμαρτία
μήπως δεν είναι παρά κάτι τυχαίο·
                                                όμως στη θέση του Άλλου
για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν
ένα άνοιγμα στο σύμπαν
κι εσύ τραγουδάς από κει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου