Σελίδες

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Πεζοναύτες στα «ίχνη» του Λεωνίδα


Ρεπορτάζ: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ, Φωτογραφίες: ENRI CANAJ

Ήταν ξημερώματα Κυριακής όταν 19 Αμερικανοί συγκεντρώθηκαν γύρω από το άγαλμα του Λεωνίδα στη Σπάρτη. Σε λίγα λεπτά θα ξεκινούσε για αυτούς μια περιπέτεια για την οποία προετοιμάζονταν μήνες. «Ανδρεία! Αυτό έπρεπε να έχουν οι 300 του Λεωνίδα για να πολεμήσουν τους Πέρσες», τους είπε ο Λανς Κάμινγκς, ο επικεφαλής τους. Εβγαλαν αναμνηστικές φωτογραφίες, φώναξαν «Μoλών λαβέ» σε σπαστά ελληνικά και συνοδευόμενοι από ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας ξεκίνησαν. Για τις επόμενες οκτώ ημέρες θα περπατούσαν στον Δρόμο των Αρχαίων Σπαρτιατών, 378 χλμ. μέχρι τις Θερμοπύλες.
Όλα ξεκίνησαν πέρυσι, όταν ο Κάμινγκς, βετεράνος πεζοναύτης, αναζητούσε μια νέα πρόκληση. «Άρχισα να ψάχνω μέρη στα οποία είχε αλλάξει η ιστορία της ανθρωπότητας και το πρώτο που σκέφτηκα ήταν οι Θερμοπύλες», εξηγεί. Είχε δει πριν από μερικά χρόνια την ταινία με τους 300 και έκτοτε διαβάζει βιβλία για τη μάχη και τους Σπαρτιάτες. «Είχα ταυτιστεί. Εμείς οι πεζοναύτες νιώθουμε ένα είδος συγγένειας μαζί τους. Είχαν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε σε εμάς: αφοσίωση στη μάχη, πόλεμος για τα ιδανικά μας αλλά ταυτόχρονα μια προσπάθεια να είμαστε ολοκληρωμένοι άνθρωποι και καλοί για την κοινωνία».
Ψάχνοντας στο Ιντερνετ, ανακάλυψε την arcadian trails, την εταιρεία του Κώστα Παναγούλια που ειδικεύεται στον θεματικό και αθλητικό τουρισμό στην Ελλάδα. Τη συγκεκριμένη διαδρομή «των 300» εκείνοι τη δούλευαν από το 2014. «Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει, οπότε υπήρχαν διάφορες δυσκολίες», εξηγεί στην «Κ». Κατ’ αρχάς προσπάθησαν με τη βοήθεια ιστορικών να χαρτογραφήσουν τη διαδρομή, που δεν ήταν καταγεγραμμένη. Στη συνέχεια την περπάτησαν όλη για να δουν τις δυσκολίες. 78 άτομα από 15 χώρες δήλωσαν τότε συμμετοχή. Οι περισσότεροι είχαν ήδη στείλει προκαταβολή όταν ο Παναγούλιας αποφάσισε να ακυρώσει τη διοργάνωση.
«Ήταν άνοιξη του ’15 και φοβηθήκαμε. Υπήρχε μεγάλη αβεβαιότητα και βέβαια η περίπτωση να έχουμε πτωχεύσει ως χώρα όταν θα γινόταν ο αγώνας». Επέστρεψαν σε όλους τα χρήματα αλλά δεν παράτησαν την ιδέα. Πέρυσι αποφάσισαν να το τολμήσουν ξανά.
Την ίδια περίοδο ο Κάμινγκς προσπαθούσε να σχηματίσει την ομάδα που θα τον ακολουθούσε «Έριξα μια απόχη και περίμενα να δω τι θα πιάσω», λέει γελώντας. Η... ψαριά του δεν θα μπορούσε να είναι ποιο ανομοιογενής. Δεκαοκτώ άνδρες και μία γυναίκα, από 26 μέχρι 65 ετών. Κάποιοι ενεργοί άλλοι έφεδροι πεζοναύτες, πολλοί βετεράνοι (μεταξύ τους και ένας τραυματίας πολέμου που είχε χάσει το πόδι του στη Βεγγάζη), ένας δικηγόρος, ένας μεσίτης, ένας αθλητής που έχει σπάσει ρεκόρ συμμετέχοντας σε 50 αγώνες ironman σε 50 συνεχόμενες ημέρες και ένας τετραπληγικός αθλητής.
«Ο καθένας είχε βάλει τον δικό του προσωπικό στόχο, αλλά όλους μάς ενέπνεε το πνεύμα των Σπαρτιατών και βέβαια μοιραζόμασταν έναν κοινό σκοπό: να μαζέψουμε χρήματα για τρία φιλανθρωπικά ιδρύματα που βοηθούν τους πεζοναύτες και τις οικογένειές τους», εξηγεί ο Κάμινγκς. Ο στόχος που είχαν βάλει ήταν υψηλός: 300.000 δολάρια.
Η διαδρομή
Στη διαδρομή υπήρξαν δύσκολες στιγμές που ένιωθαν ότι είχαν φτάσει στα όριά τους. «Είναι χειρότερα και από την εβδομάδα της κόλασης», αστειεύτηκε κάποιος αναφερόμενος στη θρυλική εκπαίδευση των Αμερικανών πεζοναυτών. Ειδικά μετά την πέμπτη ημέρα, εξαντλημένοι και με πόδια τραυματισμένα, κάποιοι ανακοίνωσαν πως θα σταματούσαν. Ένας μάλιστα είχε ανεβάσει πυρετό και ο γιατρός τού συνέστησε να συνεχίσει με το συνοδευτικό αυτοκίνητο. Και όμως, στις πέντε το επόμενο πρωί ήταν όλοι εκεί.
«Όλοι έχουμε αποθέματα δύναμης που δεν γνωρίζουμε», εξηγεί ο Κάμινγκς «Βοήθησε πως είχαμε στην ομάδα τον Κάιλ που είναι τετραπληγικός και έκανε τη διαδρομή με το ποδήλατό του χωρίς καμία άλλη βοήθεια. Όταν βλέπαμε εκείνον να μην το βάζει κάτω, δεν υπήρχαν περιθώρια για γκρίνια ή παραίτηση».
Στα διαλείμματά τους, συζητούσαν για τη διαδρομή. Για το τι συναισθήματα τους βγάζει, πώς τους εμπνέει. «Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που γύρισα και είδα πίσω μου τη Σπάρτη», είπε η Jolene, έφεδρος πεζοναύτης. «Σκέφτηκα τους Σπαρτιάτες που έφευγαν πριν από 2.500 χρόνια ξέροντας πως δεν θα έβλεπαν τους αγαπημένους τους ξανά. Είναι το ίδιο συναίσθημα που έχουμε εμείς όταν φεύγουμε για τον πόλεμο», συμπλήρωσε. «Εγώ παίρνω δύναμη από την ανάμνηση του πατέρα μου που, παρότι υπέφερε από την αρρώστια του, δούλευε μέχρι την τελευταία στιγμή χωρίς να δείχνει αδυναμία», είπε κάποιος άλλος. Κάποιοι μίλησαν για τους πολέμους που έχουν πάρει μέρος, για τους φίλους που έχασαν στις μάχες, για το πνεύμα του πολεμιστή. Και κάπως έτσι, η διαδρομή στα βήματα των Σπαρτιατών εξελίχθηκε σε μια ιδιόμορφη ομαδική ψυχοθεραπεία.
«Μας άλλαξε όλους αυτή η εμπειρία. Ο αγώνας μάς έφερε αντιμέτωπους με την ψυχική μας δύναμη, τα όριά μας και το πώς λειτουργήσαμε ως ομάδα», θα πουν στον τερματισμό. Εκείνη τη μέρα οι πρώτοι είχαν φτάσει στις Θερμοπύλες γύρω στη 1 μ.μ. Περίμεναν όμως για δύο ώρες κάτω από το ήλιο, ένα χιλιόμετρο μακριά από το άγαλμα, ώστε να τερματίσουν όλοι μαζί. Όταν μαζεύτηκαν και οι 19, έριξαν στην πλάτη τους μια αμερικανική και μια ελληνική σημαία και περπάτησαν στο άγαλμα του Λεωνίδα. «Ήταν μια συγκινητική στιγμή για όλους», θα πει αργότερα ο Κάμινγκς. «Μέσα από αυτή τη διαδρομή αγαπήσαμε την Ελλάδα, μάθαμε ακόμα περισσότερα για την ιστορία και την κουλτούρα σας και βέβαια πετύχαμε τον στόχο μας». Το προηγούμενο βράδυ είχαν μάθει πως είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν 300.000 δολάρια.
Μοναχικός άθλος
Ο τερματισμός στις Θερμοπύλες ήταν και για τον Κώστα Παναγούλια, τον διοργανωτή, μια σημαντική στιγμή. Χωρίς χορηγούς (τελικά αναγκάστηκε να βάλει ο ίδιος χρήματα για να φέρει εις πέρας τη διοργάνωση) ή κάποια βοήθεια από το κράτος (παρά μόνο από την τροχαία και την αστυνομία που τους στήριξε), ένιωθε πως είχε κάνει και εκείνος έναν άθλο.
Όχι μόνο λόγω των πρακτικών δυσκολιών που είχε το όλο εγχείρημα, αλλά και από τη –συχνά μάταιη– προσπάθεια να ευαισθητοποιήσει τους δήμους από όπου θα περνούσαν ώστε να αγκαλιάσουν το εγχείρημα (εξαίρεση ο Δήμος Λαμίας που συμμετείχε ενεργά στην τελετή λήξης και ο Δήμος Τρίπολης που συνόδευσε τους δρομείς με μπάντα). Ακόμα και απλά πράγματα ήταν δύσκολα.
Όπως π.χ. η άδεια που προσπάθησε να πάρει για να κατασκηνώνουν οργανωμένα στην ύπαιθρο (δεν τα κατάφεραν, το αίτημα απορρίφθηκε λόγω καχυποψίας για τη χρήση των σκηνών σε σχέση με το προσφυγικό). Δεν το έχει μετανιώσει όμως. «Η Ελλάδα είναι γεμάτη από παρόμοιους θησαυρούς και βέβαια υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον από ξένους που πολλές φορές γνωρίζουν την ιστορία μας ακόμα καλύτερα και από εμάς. Σκεφτείτε πως υπάρχουν χώρες που έχουν “εκμεταλλευτεί” αντιηρωικές πράξεις και τις έχουν κάνει προϊόντα θεματικού τουρισμού. Εμείς είμαστε ακόμα πίσω», εξηγεί.

Πηγή: http://www.kathimerini.gr/910469/gallery/epikairothta/ellada/pezonaytes-sta-ixnh-toy-lewnida

Στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Καθημερινή, θα βρείτε και το αντίστοιχο βίντεο με τίτλο «Στα βήματα του Λεωνίδα» που επιμελήθηκε η Μυρτώ Λεκατσά.

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Νούτσιο Ορντινε, «Σχολεία και πανεπιστήμια είναι επιχειρήσεις που πουλάνε πτυχία»


Συντάκτης: Νόρα Ράλλη
Μια ανάγλυφη ζωγραφιά, το Galliciano, η Ακρόπολη του Ελληνισμού της Καλαβρίας.

Με καταγωγή από την Καλαβρία, ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός και μελετητής της Αναγέννησης με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του «Οι κλασικοί στη ζωή - μια μικρή ιδανική βιβλιοθήκη», μας μιλάει για την αρχαία και τη σύγχρονη Ελλάδα, για τον ρόλο των δασκάλων και των πανεπιστημίων στη διαμόρφωση των νέων πολιτών. Ασκεί κριτική στις κυβερνήσεις και τα κόμματα που θέλουν «τάξη αμαθών ανθρώπων» και αναλύει το «γνῶθι σαυτόν»

Τον γνωρίσαμε και αγαπήσαμε μέσα από το προηγούμενο βιβλίο του «Η χρησιμότητα του άχρηστου» (έχει μεταφραστεί σε 18 γλώσσες και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αγρα).

Ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός, καθηγητής φιλολογίας και συγγραφέας, Νούτσιο Ορντινε, μας συστήνεται εκ νέου, σχεδόν στα ελληνικά, μέσω του τελευταίου του βιβλίου «Οι κλασικοί στη ζωή - μια μικρή ιδανική βιβλιοθήκη» (εκδ. Αγρα). Πρόκειται για επιλογή αποσπασμάτων κειμένων που θαυμάζει και μοιράζεται με τους φοιτητές του, «επιδιώκοντας», όπως μας είπε, «να τους δείξω πώς οι κλασικοί μπορούν να απαντήσουν και στα πιο σύγχρονη ερωτήματα».

 Μετάφραση: Μαρία Σπυριδοπούλου

• Στο βιβλίο σας, ο θαυμασμός σας για τους Ελληνες είναι έκδηλος.
Αγαπώ την Ελλάδα όχι μόνο γιατί γεννήθηκα στην Καλαβρία, την καρδιά της Μεγάλης Ελλάδας στη Ν. Ιταλία και στις φλέβες μου κυλάει και ελληνικό αίμα. Ο σημαντικότερος λόγος είναι αυτός που παρουσίασε θαυμάσια η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ:
«Ο,τι έχει λεχθεί καλό από τον άνθρωπο, έχει ως επί το πλείστον λεχθεί σ’ αυτή τη γλώσσα», εννοώντας την ελληνική! Η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η τέχνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ελληνική κουλτούρα. Οι αρχαίοι Ελληνες κλασικοί τροφοδότησαν τον νου και τη φαντασία μου. Η αγάπη μου γι’ αυτούς είναι, εκτός των άλλων, και μια οφειλή ευγνωμοσύνης.
 
Ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός, καθηγητής φιλολογίας και συγγραφέας, Νούτσιο Ορντινε
• Στο βιβλίο σας στηλιτεύετε το γεγονός πως τα πανεπιστήμια από χώροι διαμόρφωσης ελεύθερων, μορφωμένων πολιτών έχουν γίνει επιχειρήσεις.
Δυστυχώς, όπως είχα ήδη καταγγείλει στο προηγούμενο βιβλίο μου «Η χρησιμότητα του άχρηστου», τα σχολεία και τα πανεπιστήμια στρέφονται όλο και περισσότερο προς την αγορά. Η επιλογή λυκείου και πανεπιστημίου από τους μαθητές γίνεται όχι με βάση τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα (τα μαθήματα που αγαπούν) αλλά τη μελλοντική τους αποκατάσταση στην αγορά εργασίας. Θέλουν να δώσουν την εντύπωση ότι η εκπαίδευση πρέπει να χρησιμεύει αποκλειστικά και μόνο στην άσκηση ενός επαγγέλματος.
Σχολεία και πανεπιστήμια είναι επιχειρήσεις που πουλάνε απολυτήρια και πτυχία και οι μαθητές/φοιτητές είναι οι πελάτες που τα αγοράζουν, για να τα καταναλώσουν στη συνέχεια στην αγορά εργασίας.
Εχει χαθεί ολοσχερώς από τον ορίζοντα η εκπαιδευτική και διαμορφωτική λειτουργία της γνώσης. Θα ήταν εξαιρετικό αν μπορούσαμε να διαβάσουμε στους μαθητές και τους φοιτητές όλου του κόσμου το υπέροχο ποίημα του Καβάφη: αυτό που μετράει δεν είναι να φτάσεις στην Ιθάκη (το πτυχίο), αλλά η διαδρομή που κάνεις για να φτάσεις ώς εκεί. Μα κανείς δεν βαθμολογεί αυτή τη διαδρομή, παρά το αποτέλεσμα.
Σήμερα, δυστυχώς, το πτυχίο μετράει περισσότερο από τη διαδρομή, το επάγγελμα περισσότερο από τη δια-μόρφωση του πολίτη. Δια-μορφώνω «πολίτες» σημαίνει διαμορφώνω καλλιεργημένους άντρες και γυναίκες, που θα είναι σε θέση να αναπτύξουν κριτική σκέψη και να ενστερνιστούν τις μεγάλες αξίες της ανθρωπότητας: την ανθρώπινη αλληλεγγύη, την αγάπη για το κοινό καλό, τη δικαιοσύνη.
Αν δεν διαμορφώσουμε πολίτες καλλιεργημένους, ελεύθερους και ικανούς να ασκούν κριτική, είναι δύσκολο να σκεφτούμε την ύπαρξη μιας ανθρωπότητας πιο ανθρώπινης.

• Ποιος πιστεύετε ότι ευθύνεται γι’ αυτό;
Δυστυχώς αυτοί που κυβερνούν τον κόσμο ανήκουν ολοένα και περισσότερο σε πολιτική τάξη αμαθών ανθρώπων που υπόκειται στην οικονομική εξουσία. Πολλοί αρχηγοί κρατών δουλεύουν για πολυεθνικές, τράπεζες, οικονομικούς ομίλους. Κατά κύριο λόγο, το ενδιαφέρον για την εκπαίδευση βρίσκεται πάντα στην τελευταία θέση: αρκεί να δει κανείς τον προϋπολογισμό των κυβερνήσεων για να καταλάβει πού γίνονται οι τρομερές περικοπές.
Η εξουσία, ιστορικά, έχει εκλάβει με ενόχληση την πολιτισμική χειραφέτηση των πολιτών. Είναι πολύ εύκολο να χειραγωγήσεις τους αδαείς. Οπου υπάρχει γνώση υπάρχει και ο κίνδυνος της εξέγερσης, της αντίδρασης. Οι δικτατορικές κυβερνήσεις συνήθως φυλακίζουν τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, τους ερευνητές, τους δημοσιογράφους: δηλαδή όσους στηρίζουν την αναζήτηση της αλήθειας.
Και κυρίως συνηθίζουν να «λογοκρίνουν», να διαγράφουν μια κι έξω (όπως έκανε η Ιερά Εξέταση) θεωρίες και βιβλία που θέτουν σε αμφισβήτηση την άποψη των κραταιών του κόσμου. Αυτά είναι σημάδια μιας ιδιαίτερα επικίνδυνης υποβάθμισης που θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.

• Υπάρχει όμως και κάτι που λέγεται «τεχνολογική εξέλιξη». Το διάβασμα έχει αντικατασταθεί με το «κοιτάω το κινητό μου». Δύσκολο να το αντιμετωπίσει κανείς...
Στην Ιταλία, η κυβέρνηση του Ρέντσι επένδυσε ένα δισεκατομμύριο για το ψηφιακό σχολείο με τη σκέψη ότι το «καλό σχολείο» (το «μοντέρνο» σχολείο) το κάνουν οι υπολογιστές, οι συνδέσεις με το διαδίκτυο, οι ψηφιακοί πίνακες. Εχουμε μπροστά μας ένα πολύ σοβαρό σφάλμα.
Το «καλό σχολείο» το κάνουν μόνο οι «καλοί δάσκαλοι». Στην Ιταλία, αντί να προσλάβουν «καλούς καθηγητές» με αυστηρά κριτήρια επιλογής, δημιούργησαν τις τελευταίες δεκαετίες 200.000 αναπληρωτές που διδάσκουν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου: πολλοί από αυτούς δεν έχουν περάσει ποτέ έναν διαγωνισμό. Πολλές μελέτες αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει ακόμη μια σίγουρη απάντηση για τα αποτελέσματα που επιφέρουν τα ψηφιακά εργαλεία στα σχολεία: ευνοούν πράγματι τη μάθηση των παιδιών;
Ορισμένοι μελετητές της νευροεπιστήμης λένε πως όποιος διαβάζει ένα ηλεκτρονικό βιβλίο συγκεντρώνεται λιγότερο από αυτόν που διαβάζει ένα έντυπο βιβλίο, με αρνητικά αποτελέσματα για την ικανότητα των παιδιών να κατανοούν τα κείμενα. Πολλοί νέοι είναι πλέον «βιντεοεξαρτημένοι»:
στις σχολικές και στις πανεπιστημιακές αίθουσες θα πρέπει να βρουν ένα ερέθισμα, ένα κίνητρο ώστε να ζήσουν μια πραγματική ζωή και όχι την «εικονική» που προτείνουν τα ψηφιακά μέσα. Πολλοί νέοι, στους οποίους ζητάω να μου πουν τη χρησιμότητα του facebook, μου απαντούν πως «χρησιμεύει για να βρουν φίλους»: πιστεύουν πως η φιλία είναι ένα απλό κλικ και όχι μια κοπιώδης διαδικασία «διαλόγου» με τον άλλον.
 
• Στις καπιταλιστικές μας κοινωνίες, όπου επικρατούν «ηγέτες» όπως ο Τραμπ, ο Πούτιν ή οι νεοναζί, πώς μπορεί κάποιος να αντισταθεί;
Υπάρχει το υπέροχο διήγημα του Μπόρχες «Το τείχος και τα βιβλία», όπου ο σπουδαίος Αργεντινός συγγραφέας αφηγείται την ιστορία ενός Κινέζου αυτοκράτορα που έχτιζε το τείχος και την ίδια στιγμή κατέστρεφε βιβλία και βιβλιοθήκες. Μοιάζει προφητικό διήγημα.
Σήμερα στην Ευρώπη και παγκοσμίως τα κόμματα που επιδιώκουν να κατασκευάσουν τείχη, δουλεύουν συγχρόνως για να αφανίζουν την ιστορική μνήμη και οποιαδήποτε μορφή πολιτισμού που μπορεί να θυμίζει στους ανθρώπους τις κοινές ρίζες τους.
Υψώνω τείχη σημαίνει δημιουργώ εμπόδια, προκαλώ εξεγέρσεις των φτωχών εναντίον των πλουσίων, ρίχνω λάδι στη φωτιά των εθνικισμών, των τοπικισμών και κάθε μορφής ρατσισμού. Το φταίξιμο για όλα αυτά ανήκει όμως και στην τάξη των ιθυνόντων, των πολιτικών που έχουν κατά νου μόνο τα δικά τους συμφέροντα, τα συμφέροντα των τραπεζών και της οικονομίας.
Πώς είναι δυνατόν να ζητάς από έναν φτωχό Ελληνα συνταξιούχο να πληρώσει το χρέος και να μη ζητάς από τις μεγάλες πολυεθνικές (όπως οι Amazon, Google, Apple) να πληρώσουν τους φόρους στις χώρες στις οποίες πουλάνε τα προϊόντα τους και στις οποίες κερδίζουν δισεκατομμύρια ευρώ; Είναι σαφές ότι αυτές οι πολιτικές επιλογές –που ευνοούν τους ισχυρούς και ζημιώνουν τους αδύναμους– το μόνο που μπορούν να προκαλέσουν είναι αλόγιστες αντιδράσεις και να επιφέρουν παράλογες συνέπειες:
ο κόσμος, απελπισμένος, εύκολα μπορεί να «παραδοθεί» στα ψευδαισθητικά προγράμματα των «λαϊκιστών», οι οποίοι σε Αμερική και Ευρώπη έχουν ούριο άνεμο στα πανιά τους. Φτάνει να βρεις έναν «αποδιοπομπαίο τράγο» (π.χ. οι πρόσφυγες που κατακλύζουν την Ευρώπη) ώστε να διοχετεύσεις τα βάσανα και την επιθετικότητα του λαού ενάντια στους υποτιθέμενους υπεύθυνους της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας. Μια σωρεία ψεμάτων που δυστυχώς βρίσκουν έδαφος στις πιο αδύναμες τάξεις.
Ο Μπόρχες το λέει ξεκάθαρα: Οποιος χτίζει τείχη δεν αμύνεται ενάντια στους «εχθρούς» - φτιάχνει μια τεράστια φυλακή για τον εαυτό του.

• Επιστρέφοντας στο βιβλίο, τι άραγε θα θεωρείται «κλασικό» σε 100 χρόνια;
Σε αυτή την ερώτηση δεν θα μπορούσε να απαντήσει ούτε ο χρησμός του μαντείου των Δελφών. Η επιβίωση του «κλασικού» είναι όλο και πιο συνδεδεμένη με την τύχη του σχολείου και του πανεπιστημίου. Χωρίς τους κλασικούς δεν μπορούμε να συλλάβουμε τη διδασκαλία.
Την ίδια στιγμή όμως, χωρίς το σχολείο και το πανεπιστήμιο οι κλασικοί δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν στην πολιτισμική έρημο που δημιουργεί αυτή η εμπορευματική κοινωνία, συνθλίβοντας κάθε μορφή και κάθε έκφραση της κουλτούρας... και όλα όσα δεν παράγουν «κέρδος».

• Υπάρχει κάποια φράση στα ελληνικά που ξεχωρίζετε;

Μου έρχεται στον νου η ρήση που βρίσκεται στους Δελφούς: «γνῶθι σαυτόν». Εδώ και αιώνες έως σήμερα, αυτό το ρητό ήταν αντικείμενο πολλών και συχνά αντιθετικών μεταξύ τους ερμηνειών: «γνώρισε τα όριά σου» (για να δηλώσει το «πεπερασμένο» του ανθρώπινου όντος), όπως επίσης «μάθε πως είσαι μέρος του συνόλου» (προτρέποντας τον άνθρωπο να υπερβεί τα «όρια» για να μεταβεί από την ανθρώπινη σφαίρα στη «θεία»).
Αυτή είναι η δύναμη ενός κλασικού: να προκαλεί άπειρες ερμηνείες, να δίνει τη δυνατότητα σε κάθε εποχή να ξαναδιαβάζει τα ίδια αυτά λόγια με διαφορετικό τρόπο. Ετσι ο λόγος γίνεται ζωή.

Πηγή:  https://www.efsyn.gr/arthro/sholeia-kai-panepistimia-einai-epiheiriseis-poy-poylane-ptyhia

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

«Οι πύλες της Φωτιάς», του Στίβεν Πρέσσφιλντ


«Οι πύλες της Φωτιάς», του Στίβεν Πρέσσφιλντ. 
Σημείωμα του Στέφανου Β. Χατζηιακώβου (μέλους της Λέσχης) για το ιστορικό μυθιστόρημα του Πρέσσφιλντ.


Σε συνέχεια του σχολιασμού του παραπάνω βιβλίου  στη Λέσχη Ανάγνωσης της Αγιορείτικης Εστίας στη συνάντηση της 4-05-2017, προσθέτω – με την άδειά σας – και τις παρακάτω σκέψεις μου.
Σχετικά με την έννοια/σημασία του ιστορικού μυθιστορήματος, νομίζω ότι αναλύθηκε αρκετά στην συζήτηση, αφενός ότι γενικά κάθε συγγραφέας είναι ελεύθερος να γράψει ότι θέλει (δηλαδή: είτε να δημιουργήσει μια δική του ιστορία, εμπνεόμενος απλώς από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, εργασία που θα μπορούσαμε να ορίσουμε καταχρηστικά σαν ιστορικό μυθιστόρημα, - είτε να ερμηνεύσει συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, όπως αυτός το αντιλαμβάνεται, μετά από περισσότερη ή λιγότερη ιστορική έρευνα, εργασία που θα μπορούσαμε να ορίσουμε σαν αυθεντικό ιστορικό μυθιστόρημα). Εδώ νομίζω ότι είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα προφανώς φανταστικά λόγια που βάζει ο συγγραφέας στο στόμα των αναφερομένων ιστορικών προσώπων, μπορεί να είναι βασικό στοιχείο της εμβάθυνσης του συγγραφέα στην κατανόηση του ιστορικού γεγονότος. Όπως π.χ. στον Επιτάφιο Θρήνο που ψάλλεται στην Εκκλησία κατά την έξοδο του Επιταφίου τη Μ. Παρασκευή, ο ευσεβής μελωδός βάζει, μεταξύ άλλων, στο στόμα της Παναγίας τις  φράσεις: «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;”  και «ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πώς τάφω νυν καλύπτει;», ως και άλλες ανάλογες (φράσεις) που ποιητική αδεία αποδίδονται στο Θεοτόκο, στη προσπάθεια να αναδείξουν, κατά το δυνατό, όλη συγκλονιστική δραματική έκταση του ανεπανάληπτου πρωτοφανούς γεγονότος.  
Τώρα στο υπό σχολιασμό βιβλίο, νομίζω ότι ο συγγραφέας, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό του σημείωμα, έκανε ενδελεχή έρευνα, διαβάζοντας Έλληνες αρχαίους συγγραφείς, ξένους σύγχρονους μελετητές, και επιλέον (για την έννοια διαφόρων ελληνικών γλωσσικών εκφράσεων) συμβουλευόμενος έγκριτους Έλληνες καθηγητές στις ΗΠΑ. Νομίζω, λοιπόν, ότι πρόκειται για αυθεντικό ιστορικό μυθιστόρημα.
Περαιτέρω, στο θεμελιτος﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τορικοα των σκιαγραφουαγραφουμώδες ερώτημα, γιατί οι Έλληνες ή όσες ελληνικές πόλεις συμμάχησαν εναντίον των περσών, με πρωταγωνιστές τους Σπαρτιάτες αλλά και τους Θεσπιείς, έδωσαν αυτήν την εκ των προτέρων χαμένη μάχη, θυσιάζοντας εν γνώσει τους τη ζωή τους, αναλύεται σε διάφορα μέρη του βιβλίου και δίνονται διάφορες αλληλοσυμπληρούμενες εκδοχές με κορμό τη θέση ότι η θυσία ήταν αναγκαία για να παραμείνει ως παρακαταθήκη στους επιγενομένους Έλληνες, ότι πρέπει να παραμείνουν ελεύθεροι πάση θυσία ! 
Πέρα από τα παραπάνω ο συγγραφέας δίνει σε διάφορα σημεία την εκδοχή του για την ηθικοπνευματική συγκρότηση των ηρώων του και κατ’ επέκταση των Ελλήνων - ή ίσως μιας ελίτ των Ελλήνων - της αρχαίας εκείνης εποχής. Στις σελ. 421 και επ. παρατίθεται μια ιστορία, ένα όνειρο της εξαδέλφης του Χίονη, της Διομάχης, όπου η Διομάχη βλέπει στο πρόσωπο πεπλοφορούσας θεάς «την πραγματικότητα που υπάρχει κάτω από τον κόσμο της σάρκας» ... «την προσωποποίηση της αλήθειας σε ομορφιά» και μάλιστα «ανθρώπινη» και αντιλαμβάνεται ότι «μόνο αυτό είναι αληθινό και όχι ο κόσμος που βλέπουμε κάτω από τον ήλιο». Και η Διομάχη καταλήγει ότι «ο ρόλος μας ως ανθρώπων είναι να δώσουμε σάρκα στις αιώνιες κα θεϊκές αρετές: το θάρρος, τον αλτρουϊσμό, τη συμπόνια, την αγάπη». Σύγχρονος αγιορείτης γέροντας (Αρχιμανδρ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμ. Ι.Μονής Ιβήρων, pemptousia.gr) τονίζει «το κάλλος θα σώσει τον κόσμο» !
            Σε άλλο σημείο, στις σελ. 335 και επ. παρατίθεται μια μακρά συζήτηση του Διηνέκη (σημειωτέον ότι αυτός είναι το μόνο πραγματικό πρόσωπο που αναφέρεται στις «Ιστορίες» του Ηροδότου) με τους συντρόφους του για το φόβο, ειδικότερα το φόβο του θανάτου και τον τρόπο αντιμετώπισής του. Ο Διηνέκης δεν βρίσκει ικανοποιητικές διάφορες εξηγήσεις για την αντιμετώπιση του φόβου του θανάτου. Λέει χαρακτηριστικά «μπαλώνουμε το θάρρος μας επιτόπου με κουρέλια και απομεινάρια. Αντιμετωπίζουμε το φόβο του θανάτου με το φόβο ότι θα ατιμάσουμε την πόλη, μήπως θεωρηθούμε δειλοί από τις γυναίκες και τα παιδιά μας ... Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως ο Πολύνεικος, πολεμά όχι από φόβο αλλά επειδή είναι άπληστος για δόξα. Είναι όμως αυτό πραγματική ανδρεία», διερωτάται.    
Στη συνέχεια, στις σελ. 469 και επ. ο σκυθικής καταγωγό﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ρησκεαι επ. ο σκυθικα ής Αυτόχειρας, μιλάει για τη θρησκεία της ιέρειας μητέρας του, η οποία του έμαθε ότι «τίποτε κάτω από τον ήλιο δεν είναι αληθινό. Όλα αυτά είναι η υλική ενσάρκωση μιας ωραιότερης και ουσιαστικότερης πραγματικότητας που είναι αόρατη και άφθαρτη. Και μόνο  τα πράγματα που δεν αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις είναι πραγματικά: η ψυχή, η αγάπη της μητέρας, το θάρρος». Και παρακάτω συνεχίζει αναφέροντας ένα όνειρό του στο οποίο ως οπλίτης-μέλος σπαρτιατικής φάλαγγας που εκινείτο κατά του εχθρού και «είχε παγώσει από το φόβο, ένιωσε ότι ήταν όλοι αυτός και τρομοκρατήθηκε. Τότε άρχισαν όλοι να τραγουδούν και καθώς οι φωνές τους υψώνονταν σε μια γλυκιά αρμονία κάθε φόβος πέταξε από την καρδιά του». Και τότε κατάλαβε ότι «όταν ένας πολεμιστής μάχεται όχι για τον εαυτό του αλλά για τα αδέλφια του, όχι για τη δόξα ούτε για τη  σωτηρία της δικής του ζωής αλλά για τους συντρόφους του, τότε η καρδιά του περιφρονεί το θάνατο και ξεπερνά τον εαυτό του ...». Εδώ εν τέλει (σελ. 474) βρίσκει ο Διηνέκης την απάντηση στο ερώτημα για το φόβο του θανάτου και το αντίθετό του: «Το αντμι ίθετο του φόβου» δηλώνει απερίφραστα «είναι η αγάπη». Ας αναφερθεί εδώ ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Α΄ Επιστολή του γράφει επί λέξει (Κεφ. 4 στίχ. 18): «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».

Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Σύγχρονοι Αμερικανοί Συγγραφείς του 20ου αιώνα #7



Στον όμορφο κήπος της Αγιορειτικής Εστίας πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 4 Μαΐου 2017 η έβδομη  συνάντηση της φετινής χρονιάς, των μελών της Λέσχης Ανάγνωσης της Αγιορειτικής Εστίας. Όπως ήδη είναι γνωστό σε όλους, η θεματική ενότητα της χρονιάς είναι αφιερωμένη στους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς.
Το βιβλίο λοιπόν με το οποίο ασχοληθήκαμε και σχολιάσαμε ποικιλοτρόπως, ήταν το έργο του Στίβεν Πρέσσφιντ με τίτλο «Οι πύλες της φωτιάς». Το ιστορικό μυθιστόρημα του Πρέσσφιλντ μας μετέφερε πολλούς αιώνες πίσω, στο κόσμο των Σπαρτιατών και τη σπουδαία μάχη των Θερμοπυλών. Η συζήτηση που έγινε κατά τη διάρκεια της συνάντησης ήταν άκρως ενδιαφέρουσα. Ξεκινήσαμε συζητώντας για τους ήρωες και τις σκηνές του έργου, για τις περιγραφές της καθημερινότητας των Σπαρτιατών, για τις σκηνές των γυμνασίων τους, για το φιλοσοφικό τους υπόβαθρο, και καταλήξαμε να συζητάμε για τον ρόλο των ιστορικών μυθιστορημάτων στο πεδίο της γνώσης και κατά πόσο προσφέρουν στον τομέα αυτό. Για ακόμα μία φορά ένα βιβλίο μας έδωσε τροφή για σκέψη και συζήτηση. 
 Ο επόμενος Αμερικανός συγγραφέας με τον οποίο θα ασχοληθούμε, είναι ο Paul Auster και το βιβλίο που θα διαβάσουμε φέρει τον τίτλο: «Η τριλογία της Νέας Υόρκης». Η επόμενη συνάντηση ορίστηκε για την Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017, στην αυλή της Αγιορειτικής Εστίας και στις 19:00.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα και το βιβλίο.
 Ο Πολ Όστερ γεννήθηκε το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ και σπούδασε αγγλική, γαλλική και ιταλική λογοτεχνία. Του έχει απονεμηθεί ο τίτλος του fellow από το Εθνικό Κληροδότημα των ΗΠΑ για τις Τέχνες τόσο για την ποίηση όσο και για τον πεζό λόγο, ενώ το 1990 του απονεμήθηκε το βραβείο Μόρτον Ντάουεν Ζέιμπελ από την Αμερικανική Ακαδημία και το Ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων. Έγραψε τα σενάρια των ταινιών "Καπνός" και "Μελανιασμένο πρόσωπο". Στο κινηματoγραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου το 1995 η ταινία "Καπνός" βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο, με το ειδικό βραβείο Κριτών, με το βραβείο του Διεθνούς Κύκλου Κινηματογραφικών Κριτικών και με το Βραβείο Κοινού για την καλύτερη ταινία. Το 1998 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε την ταινία "Η Λουλού πάνω στη γέφυρα". Το έργο του έχει μεταφραστεί σε 21 γλώσσες. Το 1997 εκδόθηκε μια συλλογή με τις δυσεύρετες πλέον μεταφράσεις που είχε κάνει ο Πολ Όστερ με τίτλο "Μεταφράσεις" και το 2001 μια επιλογή από τα διηγήματα που έστειλε το κοινό της ραδιοφωνικής του εκπομπής στο National Public Radio των ΗΠΑ, με τίτλο "True Tales from American Life". Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του, επίσης συγγραφέα, Σίρι Χούστβεντ, και τα δύο τους παιδιά. Περισσότερες πληροφορίες για τον Πολ Όστερ περιλαμβάνονται στην επίσημη ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, www.paulauster.co.uk (ή: www.stuartpilkington.co.uk/paulauster/faq.htm).

Η τριλογία της Νέας Υόρκης
 Ένας μυθιστοριογράφος που γράφει αστυνομικές ιστορίες με ψευδώνυμο αποφασίζει να παραστήσει τον —άγνωστό του— ντετέκτιβ Paul Auster. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του, παρακολουθεί έναν ηλικιωμένο κύριο —χωρίς να είναι βέβαιος ότι πράγματι πρόκειται γι’ αυτόν που θα έπρεπε να παρακολουθεί— στις βόλτες του στη Νέα Υόρκη, και σημειώνει με προσοχή τις διαδρομές του για να διαβάσει το μήνυμα που γράφουν τα βήματα του παρακολουθούμενου.  Υπάρχει, όμως, πράγματι κάποιο μήνυμα σε αυτές τις διαδρομές ή μήπως ο ντετέκτιβ-που-δεν-είναι-ντετέκτιβ διαβάζει όπως θέλει τυχαίες γραμμές και σχήματα;  Εκτός κι αν αρκεί αυτή του η ανάγνωση για να πάψουν οι γραμμές να είναι τυχαίες.
Στην πιο συμβατική της εκδοχή, η νουάρ ιστορία έχει καθαρά διατυπωμένα ερωτήματα —κρυμμένα στην κάπνα, έστω— που εντέλει βρίσκουν απάντηση· και οι ήρωες μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκοι, σάρκινοι ή χάρτινοι, πάντως η ταυτότητά τους —παρά τις εκάστοτε μεταμφιέσεις, αποσιωπήσεις, υπεκφυγές, παρά τα όποια τεχνάσματα του συγγραφέα— είναι καθαρή ή ξεκαθαρίζει όταν πια φτάνουμε στο τέλος: στη θέση του αγνώστου Χ μπαίνει ένα πρόσωπο.  Στην οστερική εκδοχή του νουάρ, οι συνηθισμένες ερωτήσεις δεν παίρνουν απάντηση — δεν είναι καν οι κατάλληλες ερωτήσεις, αυτές που ενδιαφέρουν τον συγγραφέα·  το «ποιος το έκανε;» μπορεί να είναι «τι σημαίνει ποιος;»· κι ίσως κι αυτός που ρωτάει να είναι ο ίδιος ένα ερωτηματικό.  Με άλλα λόγια, εδώ το μυστήριο είναι η ίδια η καρδιά της ύπαρξης — και ως εκ τούτου, η αναζήτηση της λύσης συνεχίζεται πολύ μετά την τελευταία σελίδα.
 Έτσι, ακόμα και η Νέα Υόρκη, σχεδόν μόνιμο φόντο στο έργο του Auster, είναι ταυτόχρονα μια απεικόνιση της πραγματικής πόλης, ένα σκηνικό, και ένα blue screen: μια ρευστή πόλη για ρευστούς ανθρώπους που κλειδώνονται σε κάποιο από τα αναρίθμητα δωμάτιά της ή που παρακολουθούν ο ένας τον άλλον κορνιζωμένοι σε αντικριστά παράθυρα, χωρίς τελικά να ξέρουν ποιος παρακολουθεί ποιον — ένα σύστημα ατελείωτων αντικατοπτρισμών· ένας καμβάς γεμάτος σχήματα για τα οποία δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν είναι τυχαίες γραμμές που τις διαβάζεις σαν σχήματα, όπως ο ντετέκτιβ-που-δεν-είναι-ντετέκτιβ.